Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Το Πλήρες Παιγνίδισμα (Lalitavistara) : 11ο Κεφάλαιο - Χωριό των Καλλιεργητών

11ο Κεφάλαιο – Χωριό των Καλλιεργητών
                                                                              
Μια άλλη φορά μοναχοί, όταν ο Πρίγκιπας είχε μεγαλώσει λίγο, επισκέφτηκε μαζί με τους γιους των υπουργών ένα χωριό. Αφού είδε το χωριό, πήγε μόνος του στο πάρκο που βρισκόταν στην άκρη των χωραφιών και περπάτησε ένα γύρω. Καθώς περιπλανιόταν στο πάρκο είδε μια όμορφη μηλιά και αποφάσισε να καθίσει εκεί κάτω από τη σκιά της. Καθισμένος εκεί ο Μποντισάτβα μπήκε σε σαμάντι. [129] Μπήκε στο πρώτο στάδιο διαλογιστικής συγκέντρωσης, που είναι απαλλαγμένο από τους παράγοντες που συνδέονται με τις κακές πράξεις και την αρνητικότητα. Αυτό συνοδεύεται από σκέψη και ανάλυση και είναι διαποτισμένο με τη χαρά και την αγαλλίαση που προέρχεται από την διάκριση. Έπειτα έπαυσε τη σκέψη και την ανάλυση και [F 68b] παράμεινε απόλυτα ήσυχος. Έτσι, καθώς ο νους του συγκεντρώθηκε, μπήκε στην δεύτερη διαλογιστική συγκέντρωση, που είναι απαλλαγμένη από σκέψη και ανάλυση και είναι γεμάτη από τη χαρά και την αγαλλίαση που γεννιέται από την διαλογιστική συγκέντρωση. Παράμεινε στην ισότητα με επαγρύπνηση και εγρήγορση, χωρίς καμία προσκόλληση στη χαρά, και βίωσε σωματική αγαλλίαση. Με επίγνωση και συνειδητότητα ένοιωθε σωματική χαλαρότητα. Βρέθηκε στην τρίτη διαλογιστική συγκέντρωση, η οποία δεν έχει χαρά: ‘Με αμεροληψία, επίγνωση και χαλαρότητα,’ έτσι όπως περιγράφεται από τους ευγενείς. Είχε ήδη απελευθερωθεί τη δυστυχία και καθώς τώρα εγκατέλειπε και την αίσθηση της άνεσης, η νοητική ευχαρίστησε και δυσαρέσκεια εξαφανίστηκαν. Έτσι βρέθηκε στην τέταρτη διαλογιστική συγκέντρωση: τέλεια καθαρός, με αμεροληψία και επίγνωση, χωρίς να συνδέεται με την ευχαρίστηση ή τον πόνο.

Τότε ακριβώς στον ουρανό πετούσαν πέντε μη βουδιστές σοφοί, που είχαν τις θαυματουργικές δυνάμεις και τις πέντε υπερφυσικές γνώσεις, πηγαίνοντας προς τον βορρά. Όταν βρέθηκαν πάνω από το άλσος, δεν μπορούσαν να πάνε παραπέρα κι ήταν λες και κάτι τους έσπρωχνε προς τα πίσω. Με σηκωμένες τις τρίχες τους από θυμό, είπαν τα ακόλουθα:

‘Σαν τον ελέφαντα που συντρίβει ένα δάσος από φρέσκα δέντρα μάνγκο,
προχωράμε και κάνουμε σκόνη ακόμα και την πελώρια διαμαντένια κορφή του όρους Μερού.
Ακόμα κι ανάμεσα στους θεούς προχωράμε ανεμπόδιστα προς τα πεδία των γιάκσα και γκαντάρβα,
όμως εδώ σ’ αυτό το άλσος είμαστε αδύναμοι. Ποιανού η δύναμη διαλύει τις μαγικές μας
δυνάμεις; [130]

Σ’ εκείνο το άλσος κατοικούσε μια θεά που τους τραγούδησε αυτούς τους στίχους:

‘Είναι ο Πρίγκιπας των Σάκυα, ο απόγονος των καλύτερων βασιλέων, που λάμπει σαν την αυγή.
Ο υπέρτατος αυτός σοφός άνθρωπος έχει ένα φεγγαρόμορφο πρόσωπο με τη χάρη ενός ανθισμένου λωτού.
Αυτός, που τον τιμούν οι θεοί, οι βασιλιάδες νάγκα, οι γκαντάρβα και οι γιάκσα, βρίσκεται στο πάρκο σε σαμάντι.
Η δύναμη του, που αποκτήθηκε από την αρετή σε εκατομμύρια ζωές, εξουδετερώνει τα μαγικά σας.’

Όταν οι σοφοί κοίταξαν κάτω [F 69a] είδαν ένα παιδί που άστραφτε με μεγαλοπρέπεια και δόξα και σκέφτηκαν: ‘Ποιος κάθεται εκεί; Μήπως είναι ο άρχοντας του πλούτου Βαϊσραβάνα; Ή μήπως είναι ο Μάρα ο άρχοντας των απολαύσεων των αισθήσεων ή ο άρχοντας των κουμπάντας; Μήπως είναι ο παντοδύναμος Κρίσνα ή μήπως το θείο φεγγάρι ή ο ήλιος με τις χίλιες ακτίνες του; Ή μήπως είναι κάποιος παγκόσμιος μονάρχης;’ Και συνέχισαν :

‘Το παιδί αυτό είναι πιο όμορφο κι απ’ τον Βαϊσραβάνα.
Γι αυτό μήπως είναι ο Ράχου, ένας κάτοχος του βάτζρα , ο ήλιος ή το φεγγάρι;
Ή μήπως είναι μια εικόνα του ανώτερου άρχοντα των απολαύσεων των αισθήσεων, ή ο Ρούντρα ή ο Κρίσνα;
Μήπως είναι ένας τέλειος Βούδας με τα στολίδια των έξοχων σωματικών χαρακτηριστικών;’

Τότε η θεά του πάρκου είπε στους σοφούς:

‘Το μεγαλείο του Βαϊσραβάνα και εκείνου με τα χίλια μάτια,
το μεγαλείο των τεσσάρων προστατών του κόσμου και του άρχοντα των ημιθέων,
όλο το μεγαλείο του Μπράχμα του άρχοντα του κόσμου και του Κρίσνα,
είναι απειροελάχιστο σε σχέση με το μεγαλείο του γιου των Σάκυα.’ [131]

Όταν οι σοφοί άκουσαν τα λόγια της θεάς, κατέβηκαν στη γη. Τότε είδαν τον Μποντισάτβα που βρισκόταν σε συγκέντρωση, ακίνητος και αστράφτοντας με φως. Τότε, με τη σκέψη τους πάνω του, τον επαίνεσαν με στίχους. Ένας απ’ τους σοφούς είπε:

‘ Σ’ έναν κόσμο που βασανίζεται από τη φωτιά των μολύνσεων,
 εμφανίστηκε αυτή η λίμνη.
Αυτός θα ανακαλύψει το Ντάρμα που θα απαλύνει τα όντα.’

Ένας άλλος σοφός είπε:

‘Σ’ έναν κόσμο σκεπασμένο από την άγνοια,
εμφανίστηκε αυτή η δάδα.
Αυτός θα ανακαλύψει το Ντάρμα που θα διαφωτίσει τα όντα.’

Ο τρίτος σοφός είπε: [F 69b]

‘Σ’ έναν απέραντο ωκεανό θλίψης,
εμφανίστηκε το υπέρτατο όχημα.
Αυτός θα ανακαλύψει το Ντάρμα που θα μεταφέρει τα όντα στην απέναντι όχθη.’

Ο τέταρτος σοφός είπε:

‘Για όσους βρίσκονται κάτω από τα δεσμά των μολύνσεων,
εμφανίστηκε ένας σωτήρας.
Αυτός θα ανακαλύψει το Ντάρμα που απελευθερώνει τα όντα.’

Τέλος ο πέμπτος σοφός είπε:

‘Για όσους μολύνονται από τα γηρατειά και την αρρώστια,
εμφανίστηκε ο καλύτερος θεραπευτής.
Αυτός θα ανακαλύψει το Ντάρμα που απελευθερώνει από την γέννηση και τον θάνατο.’

Αφού τον επαίνεσαν με αυτά τα λόγια, οι σοφοί έκαναν τρεις περιφορές γύρω του και πέταξαν στον ουρανό. Ο βασιλιάς Σουντοντάνα δυσαρεστημένος από την απουσία του Μποντισάτβα είπε, ‘Που πήγε το παιδί; Δεν τον βλέπω.’ Τότε μεγάλο πλήθος έτρεξε [132] να βρει το αγόρι. Τελικά κάποιος υπουργός, τον είδε να ασκείται στην συγκέντρωση καθισμένος οκλαδόν κάτω από μια μηλιά. Αν και η σκιά των δέντρων είχε αλλάξει εκείνη την ώρα, η σκιά της μηλιάς βρισκόταν πάνω από το σώμα του Μποντισάτβα. Ο υπουργός έμεινε έκπληκτος βλέποντάς τον εκεί. Ενθουσιασμένος με μια αίσθηση ικανοποίησης και χαράς, ήταν εκστατικός. Περιχαρής έτρεξε στον βασιλιά Σουντοντάνα και του είπε: ‘ Μεγαλειότατε, κοίτα! Το παιδί ασκείται στη συγκέντρωση κάτω από μια μηλιά. Λάμπει από μεγαλείο και δόξα σαν τον Σάκρα ή τον Μπράχμα! Η σκιά του δέντρου που είναι καθισμένο το τέλειο ον, δεν έφυγε. Σκιάζει το υπέρτατο ον ενώ βρίσκεται σε διαλογισμό.’

Ο βασιλιάς πήγε προς το δέντρο και είδε τον Μποντισάτβα να λάμπει με δόξα και μεγαλείο.

‘Σαν να βλέπω μια φωτιά να αστράφτει στην κορφή ενός βουνού,
ή το φεγγάρι ανάμεσα σε σύμπλεγμα αστεριών.
[F 70a] Όταν τον βλέπω να διαλογίζεται αστραφτερός σαν δάδα,
τρέμουν τα άκρα μου.’

Υποκλίθηκε στα πόδια του Μποντισάτβα και είπε:

‘Δυο φορές υποκλίθηκα στα πόδια σου, Άρχοντα και Κύριε,
τη μια όταν γεννήθηκες και τώρα καθώς διαλογίζεσαι λαμπρός.’

Τότε ακούστηκε φασαρία από κάτι παιδιά που κουβαλούσαν τα καθίσματά τους. Έτσι οι υπουργοί τους είπαν, ‘Ησυχία, κάντε ησυχία!’ ‘Γιατί;’ απάντησαν τα παιδιά. Και οι υουργοί τους είπαν, ‘Αν και η τροχιά του ήλιου άλλαξε, η σκιά αυτού του δέντρου δεν φεύγει από τον Πρίγκιπα Σιντάρτα-που έχει τα ανώτερα και πιο έξοχα γνωρίσματα αρετής και είναι λαμπρός σαν τον ουρανό-ενόσω αυτός διαλογίζεται ακίνητος σαν το βουνό.’ [133]
Ως προς αυτό το σημείο λέγεται:

Το καλοκαίρι, τον πρώτο μήνα μετά την άνοιξη,
όταν τα φυτά γεμίζουν μπουμπούκια κι ανθίζουν,
όταν μυριάδες πουλιά, πελαργοί, παγόνια και παπαγάλοι κελαηδούν,
πολλά αγόρια Σάκυα βγαίνουν έξω.

Ο Τσάντα με την παρέα κι άλλων αγοριών, είπε,
‘Έλα νεαρέ Πρίγκιπα, πάμε μια βόλτα στο δάσος.
Για ποιο λόγο να μείνεις σπίτι σαν τους ιερείς;
Έλα, πάμε να φωνάξουμε και μερικά κορίτσια.’

Το μεσημέρι, το Καθαρό Ον,
απαρατήρητος και χωρίς να ρωτήσει τους γονείς,
πήγε στο χωριό
συνοδευόμενος από 500 υπηρέτες.

Στο χωριό αυτό που ανήκε στον έξοχο βασιλιά,
υπήρχε μια μηλιά με πολλά μεγάλα κλαδιά.
Βλέποντας το δέντρο και ενοχλημένος από τον πόνο που μόλις είχε κατανοήσει
ο Πρίγκιπας είπε, ‘Η αλληλεξάρτηση δεν είναι καλή! Φέρνει πολύ πόνο.’

Με πειθαρχημένο νου, πλησίασε στη σκιά μιας μηλιάς,
μάζεψε διάφορα χόρτα κι έφτιαξε ένα κάθισμα.
Έκατσε συγκεντρωμένος με σταυρωμένα τα πόδια και στητός
απορροφημένος στις ιδιότητες των τεσσάρων σαμάντι. [F 70b] [134]

Όταν οι πέντε σοφοί διέσχιζαν τον ουρανό,
δεν μπορούσαν να συνεχίσουν πέρα από τη κορφή του δέντρου της μηλιάς .
Αποσβολωμένοι, χωρίς υπερηφάνεια και έπαρση,
κατέβηκαν κάτω για να ερευνήσουν.

Σκέφτηκαν πως, ‘Ταξιδεύουμε γρήγορα και ανεμπόδιστα,
διαπερνάμε το όρος Μερού και τις γύρω οροσειρές,
αλλά δεν μπορούμε να πάμε πέρα από τη μηλιά αυτή.
Για ποιο λόγο άραγε;’

Κατέβηκαν κι έκατσαν στη γη
όπου είδαν τον Μποντισάτβα, τον γιο των Σάκυα,
καθισμένο οκλαδόν στον κορμό της μηλιάς να διαλογίζεται,
λάμποντας αστραφτερά σαν το χρυσό του ποταμού Τζάμπου.

Έκθαμβοι, ένωσαν τα χέρια τους και προσκύνησαν,
έκανα υποκλίσεις στα πόδια του με ενωμένα τα χέρια του.
Είπαν, ‘Άγιε, Καλογεννημένε, εσύ που φέρνεις την ευτυχία στον κόσμο!
Είθε να αφυπνιστείς γρήγορα για να οδηγήσεις τα όντα στην αθανασία.’

Το υπέρτατο δέντρο υποκλίθηκε σαν ένα φύλλο λωτού.
Αν και ο ήλιος μετακινήθηκε, η σκιά του δεν άφησε το σώμα του Ευλογημένου.
Πολλές χιλιάδες θεοί, με τα ενωμένα χέρια
υποκλίθηκαν στα πόδια του ακλόνητου αυτού παιδιού.

Ο Σουντοντάνα ψάχνοντας στα δωμάτια, ρώτησε, ‘Που πήγε ο γιος μου;’
[135] Η θεία του είπε, ‘Τον έψαξα αλλά δεν τον βρήκα.
Σε παρακαλώ Μεγαλειότατε, δες που πήγε το παιδί.’

Απεγνωσμένα ο Σουντοντάνα ρώτησε τους υπηρέτες,
τον φρουρό και τους υπόλοιπους στα εσωτερικά διαμερίσματα,
‘Είδε κανείς που πήγε ο γιος μου;’
Τότε κάποιος είπε, ‘Μεγαλειότατε, το Υπέρτατο Ον πήγε στο χωριό.’

Ο βασιλιάς έφυγε γρήγορα μαζί με τους συνοδούς του
και είδε τον Πρίγκιπα να κάθεται σ’ έναν λόφο δίπλα στο χωριό,
να ωφελεί τους άλλους λάμποντας απο μεγαλείο,
σαν ένα τρις/μύριο ανατέλλοντες ήλιους.

Βγάζοντας το στέμμα, το ξίφος και τα παπούτσια του,
ο βασιλιάς έκανε προστερνισμούς στον Πρίγκιπα με ενωμένα τα χέρια.
Ο βασιλιάς είπε, ‘Πράγματι! Οι επιφανείς σοφοί μίλησαν εύγλωττα και αληθινά.
Είναι βέβαιο πως το παιδί θα αφήσει σπίτι του για χάριν της Φώτισης.’ [F 71a]

Τότε, 1.200 θεοί και 500 αγόρια Σάκυα
πλησίασαν με μεγάλο σεβασμό.
Βλέποντας τα θαυματουργικές δυνάμεις του Σουγκάτα με τον ωκεανό ιδιοτήτων,
γέννησαν με αποφασιστικότητα την πρόθεση της υπέρτατης Φώτισης.

Κλονίζοντας το έδαφος ολόκληρου του τρις χιλιόκοσμου,
ο Μποντισάτβα βγήκε από την απορρόφηση με επίγνωση και συνειδητότητα.
Τότε ο Περίλαμπρος είπε στον πατέρα του με τη φωνή του Μπράχμα:
‘Πατέρα, εγκατάλειψε τα χωράφια (fields) σου και μην ζητάς άλλα! [136]

‘Αν θέλεις χρυσό, θα κάνω να βρέξει χρυσάφι.
Αν θέλεις στολίδια, θα σου προσφέρω στολίδια.
Αν θέλεις σιτηρά, θα κάνω να βρέξει σιτηρά.
Σε παρακαλώ Μεγαλειότατε, εφάρμοσε το αυτό σε όλους!’

Αφού έδωσε αυτές τις οδηγίες στον πατέρα και την ακολουθία του,
επέστρεψε μέσα σε μια στιγμή στην υπέρτατη πόλη.
Εναρμονισμένος με το κοσμικό κατεστημένο, παρέμενε στην πόλη,
όμως το Καθαρό Ον είχε αποφασίσει να απαρνηθεί το παλάτι.

Έτσι ολοκληρώνεται το 11ο Κεφάλαιο - Χωριό των Καλλιεργητών


Πρόχειρη μετάφραση Κ. Χοχλάκη

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Το Πλήρες Παιγνίδισμα (Lalitavistara) : 10ο Κεφάλαιο - H Παρουσία του στο Σχολείο Γραφής

10ο Κεφάλαιο - H Παρουσία του στο Σχολείο Γραφής
                                                                                      
Όταν μεγάλωσε κάπως το παιδί, μοναχοί, το πήγαν σχολείο. Εκατοντάδες χιλιάδες ευνοϊκά σημάδια σημάδεψαν την έλευσή του εκεί . Ήταν κυκλωμένος από την ακολουθία δέκα χιλιάδων αγοριών καθώς και δέκα χιλιάδων καροτσιών γεμάτο με σκληρή τροφή, μαλακή τροφή και καρυκεύματα και δέκα χιλιάδων καροτσιών γεμάτα χρυσά νομίσματα και πολύτιμους λίθους. Όλα αυτά μοιράστηκαν καθώς πέρναγαν από τους δρόμους, τις διασταυρώσεις και τις εισόδους των αγορών στη πόλη Καπιλαβάστου. Την ίδια στιγμή ακουγόταν μια συμφωνία από 800.000 κύμβαλα και έπεφτε μια δυνατή βροχή από λουλούδια. Εκατοντάδες χιλιάδες κορίτσια στολισμένα με όλα τα είδη κοσμημάτων ήταν σκαρφαλωμένα σε μπαλκόνια, πυργίσκους, καμάρες, παράθυρα, [124] στους ψηλότερους ορόφους και τις σκεπές των σπιτιών. Κοίταζαν τον Μποντισάτβα και έριχναν λουλούδια. Υπήρχαν ακόμα 8.000 νεαρές κοπέλες στολισμένες με κρεμαστά κοσμήματα που κρατούσαν πετράδια [από το] bhadramkara. Προπορεύονταν καθαρίζοντας τον δρόμο. Διάφοροι θεοί, νάγκα, γιάκσα, γκαντάρβα,  ημίθεοι, γκαρούντα, κιμνάρα και μαχοράγκα φανέρωναν το πάνω μέρος του σώματός τους, έφτιαχναν στεφάνια με λουλούδια και ύφαιναν μετάξια στον ουρανό. Όλες οι τάξεις των Σάκυα με βασιλιά Σουντοντάνα οδηγό, προπορεύονταν. Με όλη αυτή την πομπή πήγαινε ο Μποντισάτβα σχολείο. Όταν έφτασε στο σχολείο, ο δάσκαλος Βισβαμίτρα, μη μπορώντας να βαστάξει το μεγαλείο και την ακτινοβολία του Μποντισάτβα άρχισε να κάνει υποκλίσεις κοιτάζοντας το πάτωμα. [F 66a] Ο θεός Σουμπάνγκα από το Πεδίο της Χαράς, βλέποντας τον δάσκαλο να έχει καταρρεύσει στο πάτωμα, τον άρπαξε με το δεξί του χέρι και τον σήκωσε ψηλά. Μένοντας στον ουρανό ο Σουμπάνγκα είπε τα εξής στο βασιλιά και το πλήθος:

«Όλα τα είδη γνώσης που υπάρχουν στον ανθρώπινο κόσμο-
οι αριθμοί, οι γραφές, τα μαθηματικά, οι εναλλαγές των στοιχείων,
και όλες οι αμέτρητες κοσμικές τεχνικές των χειροτεχνιών-
αυτό το παιδί τα έχει όλα, εδώ και πολλές δεκάδες εκατομμύρια κάλπα.

«Ωστόσο δρα εξ ολοκλήρου σε αρμονία με τους ανθρώπους.
O Καθοδηγητής πήγε στο σχολείο για λόγους διδακτικούς, 
με σκοπό να ωριμάσει πολλά παιδιά για το Ανώτερο Όχημα  
και να φέρει μυριάδες άλλα όντα στην αθανασία. [125]

« Γνωρίζει τον δρόμο των υπερβατικών τεσσάρων αληθειών. 
Γνωρίζει τον τρόπο που τα πράγματα εμφανίζονται βάση αιτιών και τον τρόπο της παύσης
και του τερματισμού της αλληλεξαρτημένης ύπαρξης που οδηγεί στη γαλήνη. 
Όταν τα γνωρίζει όλα αυτά, πως είναι δυνατόν να μην γνωρίζει τα θέματα των γραφών;

«Στους τρεις κόσμους δεν υπάρχει κανείς ανώτερός του. 
Είναι ο ανώτερος όλων των θεών και των ανθρώπων. 
Όλοι εσείς δεν γνωρίζετε καν τις ονομασίες των γραφών 
που εκείνος έχει μάθει εδώ και δεκάδες εκατομμύρια κάλπα.

«Tο αγνό αυτό ον, γνωρίζει μέσα σε μια στιγμή, 
την ποικιλία των σκέψεων των όντων. 
Καθώς γνωρίζει τα αόρατα και άμορφα πράγματα, 
γιατί να αναφερθούμε στις ορατές  μορφές των γραφών;»

Μετά από αυτά τα λόγια, ο θεός τίμησε τον Μποντισάτβα με θεϊκά λουλούδια και εξαφανίστηκε. Οι νταντάδες και οι υπηρέτριες έμειναν στο σχολείο ενώ οι υπόλοιποι Σάκυα με επικεφαλής τον Σουντοντάνα έφυγαν. Ο Μποντισάτβα πήρε έναν πίνακα από σανταλόξυλο,, που ήταν διακοσμημένος με φύλλα χρυσού εξαιρετικής ποιότητας και πολύτιμους λίθους σε όλες τις πλευρές του, και είπε στον δάσκαλο Βισβαμίτρα: «Ποιο κείμενο θα με διδάξεις, δάσκαλε; [F 66b] Μήπως το κείμενο Μπράχμη, το Καρόστι ή το Πουσκαρασάρι; Μήπως το κείμενο Άνγκα, το Βάνγκα, το Μάγκαντα, το Μάνγκαλυα, το Ανγκουλίγια, το Σακάρι, το Μπραχμαβάλι, το Παρούσυα, το Ντραβίντα, το Κιράτα, το Ντακσίνια, το Ούγκρα, το Σάμκυα, το Ανουλόμα, το Αβαμούντα, [126] το Νταράντα, το Κάσυα, το Τσίνα, το Λούνα, το Χούνα, το Μαντυακσαραβιστάρα, το Πούσπα, το Ντέβα, το Νάγκα, το Γιάκσα, το Γκαντάρβα, το Κιμνάρα, το Μαχοράγκα, το Ασούρα, το Γκαρούντα, το Μργκατσάκρα, το Βαγιασαρούτα, Μπαουμαντέβα, το Ανταρικσαντέβα, το Ουταρακουρουντβίπα, το Απαραγκοντάνι, το Πουρβαβιντέχα, το Ουτκσέπα, το Νικσέπα, το Βικσέπα, το Πρακσέπα, το Σαγκάρα, το Βάτζρα, το Λεκαπρατιλέκα, το Ανουντρούτα, το Σαστραβάτρα, το Γκαναναβάρτα, το Ουτκσεπαβάρτα, το Νικσεπαβάρτα, το Πανταλικίτα, το Ντβιρουταραπαντάσαμντι, το Γιαβαντασοταραπαντασάμντι, το Μαντυαχαρίνι, το Σαρβαρουτασασαμγκραχάνι, το Βιντυανουλομαβιμιστρίτα, το Ρσιταπαστάπτα, το Ροτσαμάνα, το Νταρανιπρεκσίνι, [F 67a] το Γκαγκαναπρεκσίνι, το Σαρβαουσαντινισυάντα, το Σαρβασαρασαμγκραχάνι ή το Σαρβαμπουταρουταγκραχάνι; Ποιο από αυτά τα εξήντα τέσσερα κείμενα θα με διδάξεις;»

Ο δάσκαλος Βισβαμίτρα έμεινε κατάπληκτος και χαμογέλασε. Παραμερίζοντας την υπερηφάνεια, την έπαρση κα την αλαζονεία του, απάντησε με τους ακόλουθους στίχους:

«Πόσο θαυμαστό! Αν και το Καθαρό Ον είναι γνώστης όλων των γνώσεων του κόσμου, ακολουθεί τις συμβάσεις του κόσμου. Έτσι ήρθε στο σχολείο.  
«Αν και γνωρίζει τις γραφές που εγώ δεν έχω καν ακούσει ούτε πως ονομάζονται, παρόλα αυτά ήρθε στο σχολείο.
«Βλέπω το πρόσωπό του αλλά το στέμμα στο κεφάλι του είναι αόρατο. Αφού κατέχει τη γνώση των γραφών, πως εγώ να τον διδάξω;
«Αυτός ο θεός, ο μεγαλύτερος θεός των θεών, ο ανώτερος λόγιος μεταξύ των θεών, είναι ο πιο έξοχος και δεν υπάρχει όμοιός του. Kανείς σ’ αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του.[127]
«Επειδή είναι απαράμιλλος γνώστης της εφαρμογής των μέσων και της σοφίας, θα διδάξω το σοφό ον-το τελικό καταφύγιο όλων των όντων.»

Έπειτα μοναχοί, ο δάσκαλος δίδαξε γραφή στον Μποντισάτβα και δέκα χιλιάδες ακόμα παιδιά. Όμως μέσα απ’ την δύναμη του Μποντισάτβα, ο δάσκαλος έλεγε την αλφάβητο στα παιδιά με τον ακόλουθο τρόπο:
Όταν έλεγε το γράμμα a [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Όλα τα σύνθετα φαινόμενα είναι παροδικά (anityah sarvasamskãrah)’.
Όταν έλεγε το γράμμα ã [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Ωφέλιμο στον εαυτό και τους άλλους (atmaparahita)’.
Όταν έλεγε το γράμμα i [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Η απέραντη εμφάνιση των αισθήσεων (indriyavaipulya).’
Όταν έλεγε το γράμμα ī [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Ο κόσμος είναι γεμάτος πληγές (tibahulaṁ jagat).
Όταν έλεγε το γράμμα u [ακουγόταν] η πρόταση: ‘ Ο κόσμος είναι γεμάτος δυστυχία (upadravabahulaṁ jagat).’
Όταν έλεγε το γράμμα ū  [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Ο κόσμος δεν έχει ουσία nasattvaṁ jagat).’
 Όταν έλεγε το γράμμα e [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Οι εκτροπές πηγάζουν απ’ την επιθυμία (eṣaṇāsamutthānadoṣa).’
 Όταν έλεγε το γράμμα ai [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Το ευγενές μονοπάτι είναι ενάρετο (airyāpathaḥ śreyāniti)’.
Όταν έλεγε το γράμμα ο [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Το ποτάμι διασχίστηκε (oghottara).’ Όταν έλεγε το γράμμα au[ακουγόταν] η πρόταση: ‘Αυθόρμητη παραγωγή (aupapāduka).’ Όταν έλεγε το γράμμα am [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Η ανάδυση του αποτελεσματικού (amoghotpatti).’
Όταν έλεγε το γράμμα ah [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Φτάνοντας στο τέρμα (astamgamana).’
Όταν έλεγε το γράμμα ka [ακουγόταν] η πρόταση: ‘ Απορρόφηση στην πλήρη ωρίμανση των πράξεων (karmavipakavatara).’
Όταν έλεγε το γράμμα kha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Όλα τα φαινόμενα είναι σαν το διάστημα (khasamasarvadharma).’
Όταν έλεγε το γράμμα ga [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Απορρόφηση στο βαθύ Ντάρμα της εξαρτημένης προέλευσης (gambhiradharmapratityasamutpadavatara).’
Όταν έλεγε το γράμμα gha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Εξάλειψη του σκότους της πλάνης και των μεγάλων πέπλων της άγνοιας (ghanapatalavidyamohandhakaravidhamana).’
Όταν έλεγε το γράμμα [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Ο τέλειος εξαγνισμός των παραγόντων (aṅgavisuddhi)’.
Όταν έλεγε το γράμμα ca [ακουγόταν] η πρόταση: ‘To μονοπάτι των τεσσάρων ευγενών αληθειών (caturaryasatyapatha)’.
Όταν έλεγε το γράμμα cha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Εγκατάλειψη του πάθους της λαγνείας (chandaragaprahana)’.
Όταν έλεγε το γράμμα ja [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Υπέρβαση των γηρατειών και του θανάτου (jaramaranasamatikramana)’.
Όταν έλεγε το γράμμα jha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Κατατρόπωση των δυνάμεων του θεού της αγάπης (jhasadhvajabalanigrahana)’.
Όταν έλεγε το γράμμα ña [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Διακήρυξη (jñapana).’
Όταν έλεγε το γράμμα ta [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Κόψιμο του κύκλου των γεννήσεων (vatopacchedana).’
 Όταν έλεγε το γράμμα tha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Μια ερώτηση απορρίφθηκε out of hand?? (thapaniyaprasna)’.
Όταν έλεγε το γράμμα da [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Κατατροπώνοντας το κακό και όσους προκαλούν διχόνοια. (damaramaranigrahana).’
Όταν έλεγε το γράμμα dha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Τα ακάθαρτα πεδία (midhavisayah).’
Όταν έλεγε το γράμμα na [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Οι μολύνσεις είναι λεπτοφυείς (renuklesh).’
Όταν έλεγε το γράμμα ta [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Το ως είναι, είναι αδιαφοροποίητο (tathatasambheda).’
Όταν έλεγε το γράμμα tha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Σθένος, ισχύς, δύναμη και αυτοπεποίθηση (thamabalavegavaisaradya).’
 Όταν έλεγε το γράμμα da [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Γενναιοδωρία, πειθαρχία, συγκράτηση και πραότητα (danadamasamyamasaurabhya).’
Όταν έλεγε το γράμμα  dha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Επτάπτυχος είναι ο πλούτος των ευγενών (dhanamaryanam saptavidham).’
Όταν έλεγε το γράμμα na [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Πλήρης γνώση του ονόματος και της μορφής (namarupaparijna).’
Όταν έλεγε το γράμμα pa [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Το απόλυτο (paramartha).’
Όταν έλεγε το γράμμα pha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Η πραγμάτωση της επίτευξης του αποτελέσματος (phalapraptisaksatkriya).’
Όταν έλεγε το γράμμα ba [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Απελευθέρωση από τα δεσμά (bandanamoksa).’
128 Όταν έλεγε το γράμμα bha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Η εξάλειψη της ύπαρξης (bhavavibhava).’
Όταν έλεγε το γράμμα ma [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Η παύση της αλαζονείας και της υπερηφάνειας (madamanopasamana).’
Όταν έλεγε το γράμμα ya [F 68a] [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Κατανοώντας τα φαινόμενα ακριβώς όπως είναι (yathavaddharmaprativedha).’
Όταν έλεγε το γράμμα ra [ακουγόταν] η πρόταση: ‘ Η δυσαρέσκεια ως προς την απόλαυση είναι αγαλλίαση στο απόλυτο (ratyaratiparamartharati).’
Όταν έλεγε το γράμμα la [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Η αποκοπή του κλήματος?? (vine)(latachedana).’
Όταν έλεγε το γράμμα va [ακουγόταν] η πρόταση: ‘To κάλλιστο όχημα (varayana).’
Όταν έλεγε το γράμμα śa [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Γαλήνια παραμονή και ενόραση (samathavopasyana).’
Όταν έλεγε το γράμμα sa [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Εξάλειψη των βάσεων των έξι αισθήσεων και απόκτηση των υπερφυσικών γνώσεων και της σοφίας (sadayanajnanabhisambodhana).’
Όταν έλεγε το γράμμα ha [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Εξάλειψη των μολύνσεων και εγκατάλειψη της επιθυμίας (hataklesaviraga).’
 Όταν έλεγε το γράμμα ksa [ακουγόταν] η πρόταση: ‘Φτάνοντας στο τέλος των γραμμάτων όλα τα φαινόμενα είναι ανείπωτα (ksaraparyantabhilapya sarvadharma).’

Καθώς λοιπόν ο δάσκαλος δίδασκε την αλφάβητο στα παιδιά, αμέτρητες εκατοντάδες χιλιάδες διδασκαλίες του Ντάρμα εκπέμπονταν μέσα από τη δύναμη του Μποντισάτβα.
Επιπλέον, στη διάρκεια που ο Μποντισάτβα πήγαινε σχολείο, 32.000 παιδιά εμφάνισαν τη σκέψη που στοχεύει στην απαράμιλλη, τέλεια και ολοκληρωμένη Φώτιση. Αυτή είναι η περίσταση και ο λόγος που ο Μποντισάτβα πήγε σχολείο, παρόλο που ήταν ήδη σοφός.


Έτσι ολοκληρώνεται το 10ο Κεφάλαιο-H Παρουσία του στο Σχολείο Γραφής


Πρόχειρη μετάφραση Κ. Χοχλάκη

Το Πλήρες Παιγνίδισμα (Lalitavistara) : 9ο Κεφάλαιο - Κοσμήματα

9ο Κεφάλαιο - Κοσμήματα

                                                                                        
Την εποχή του αστερισμού Τσίτρα[1] μετά την διέλευση του αστερισμού Χάστα[2], ο επικεφαλής ιερέας του βασιλιά με το όνομα Ουνταγιάνα, ο πατέρας του Ουνταγίν, [F 64.b] πήγε μαζί με 500 ιερείς μπροστά στον βασιλιά και του είπε, «Μεγαλειότατε, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή νε γίνουν τα κοσμήματα του Πρίγκιπα.» Ο βασιλιάς απάντησε, «Πολύ καλά, κάντε το.» Ο βασιλιάς Σουντοντάνα εκείνη την εποχή είχε 500 είδη κοσμημάτων που είχαν φτιάξει 500 Σάκυα. Είχε παραγγείλει βραχιόλια για τα χέρια και τα πόδια, στέμματα, περιδέραια, δακτυλίδια, σκουλαρίκια, χρυσές ζώνες, χρυσές αλυσίδες, δίχτυα με κουδουνάκια, με πετράδια, παπούτσια με πολύτιμους λίθους, γιρλάντες στολισμένες με πετράδια, βραχιόλια με πολύτιμες πέτρες, περιλαίμια και διαδήματα. Όταν έφτιαξαν τα κοσμήματα, την εποχή του αστερισμού Πούσυα[3], οι Σάκυα πήγαν στον βασιλιά Σουντοντάνα και του είπαν, «Βασιλιά σε παρακαλούμε, στόλισε τον Πρίγκιπα.» Ο βασιλιάς απάντησε, «Καλύτερα να στολίσετε και να τα προσφέρετε εσείς τον Πρίγκιπα, εφόσον εγώ έχω παραγγείλει τα κοσμήματά του.» Απάντησαν, «Ο Πρίγκιπας πρέπει να φορέσει τα κοσμήματα που του φέραμε για επτά μέρες και νύκτες. Έτσι θα έχει νόημα η προσπάθειά μας.»  Την αυγή, όταν ο ήλιος έβγαινε, ο Μποντισάτβα πήγε στο πάρκο Άσπιλη Παράταξη στην αγκαλιά της Μαχαπρατζαπάτι Γκαουτάμι. Ογδόντα χιλιάδες γυναίκες τον καλωσόρισαν και κοίταζαν την μορφή του. Δέκα χιλιάδες κορίτσια τον καλωσόρισαν και κοίταζαν την μορφή του. Πέντε χιλιάδες ιερείς επίσης έφτασαν και [122] κοίταζαν την μορφή του [F 65a]Τότε τα κοσμήματα που είχε παραγγείλει ο πολύτιμος βασιλιάς των Σάκυα, τοποθετήθηκαν στο σώμα του Μποντισάτβα. Μόλις τα έβαλαν, η λάμψη τους επισκιάστηκε από την λαμπρότητα του σώματός του. Ήταν σαν το φως ενός φαναριού δίπλα στον χρυσό του ποταμού Τζάμπου-δεν έλαμπαν, ούτε γυάλιζαν. Και όταν το φως που ακτινοβολούσε από το σώμα του Μποντισάτβα έπεφτε πάνω τους, έχαναν όλη τους τη λάμψη και τη γυαλάδα. Και το ίδιο συνέβαινε με όλα τα κοσμήματα που έβαζαν πάνω στο σώμα του Μποντισάτβα, έχαναν όλη τους την λάμψη, σαν τη δάδα όταν συγκρίνεται με τον χρυσό του ποταμού Τζάμπου.
Τότε η θεά Βιμάλα του ευχάριστου άλσους, αποκάλυψε το απέραντο σώμα της στον βασιλιά και την ομάδα των Σάκυα και είπε τα εξής:

«Ακόμα κι αν γεμίσουν οι πόλεις και τα χωριά όλου του τρις χιλιόκοσμου
με άσπιλο πανέμορφο χρυσό,
ένα και μόνο νόμισμα από τον ποταμό Τζάμπου θα κλέψει το μεγαλείο του,
και θα αφήσει τον χρυσό απογυμνωμένο από μεγαλείο και ακτινοβολία.

«Ακόμα κι αν αυτή η γη γέμιζε με χρυσάφι της Τζαμπουντβίπα,
το φως που βγαίνει από τους πόρους του Ένδοξου Οδηγού θα το ξεπέρναγε.
Θα έχανε την ομορφιά και την γυαλάδα του, καθώς δεν θα έλαμπε ούτε θα γυάλιζε.
Σαν κάρβουνο θα ήταν μπροστά στον Ευδαίμων Προστάτη.

«Κοσμημένος από την ίδια του την μεγαλοπρέπεια, ξεχειλίζει εκατοντάδες ποιότητες.
Χωρίς να εξωραΐζεται από τα στολίδια, το σώμα του είναι τέλεια άσπιλο.
[123]Η λάμψη του ήλιου και της σελήνης, των αστεριών και των πολύτιμων λίθων,
της φωτιάς, του Σάκρα και του Μπράχμα,
δεν είναι πλέον φωτεινή όταν αναμετριέται με την έντονη λαμπρότητά του.

«Το σώμα του κοσμείται απ’ τα σημάδια, ως αποτέλεσμα προηγούμενης αρετής,
γιατί λοιπόν να χρειάζεται κοινά στολίδια που έχει φτιάξει κάποιος;
Βγάλτε τα κοσμήματα! Μην ενοχλείτε Αυτόν Που Κάνει Τους Ανόητους Σοφούς-
εκείνος που φέρνει την υπέρτατη γνώση, δεν φορά τεχνητά στολίδια!

«Ο Τσάντα γεννήθηκε την ίδια εποχή με τον γιο του βασιλείου.
Δώστε αυτά τα άσπιλα κοσμήματα σε κείνον, τον υπηρέτη.»

[F 65b] Με τη σκέψη πως η τάξη των Σάκυα θα ανθίσει και θα γίνει η ανώτερη, 
οι Σάκυα έμειναν έκπληκτοι κι ευχαριστημένοι.

Μ’ αυτά τα λόγια η θεά σκόρπισε θεϊκά λουλούδια πάνω απ’ τον Μποντισάτβα και εξαφανίστηκε.

Έτσι ολοκληρώνεται το 9ο Κεφάλαιο-Κοσμήματα




Πρόχειρη μετάφραση Κ. Χοχλάκη



[1] Chitra (Ο Λαμπρός) στις 23°20' της Παρθένου με  6°40' του Ζυγού
[2] Hasta (Το Χέρι) στις  10°00' με 23°20' του αστερισμού της Παρθένου
[3] Pushya (O παρέχων εφόδια) (3°20' to 16°40' Cancer)

Το Πλήρες Παιγνίδισμα (Lalitavistara) : 8ο Κεφάλαιο - Μετάβαση στον Ναό

8ο Κεφάλαιο - Μετάβαση στον Ναό

                                                                                         
Το ίδιο βράδυ, μοναχοί, που γεννήθηκε ο Μποντισάτβα, γεννήθηκαν 20.000 κορίτσια στις τάξεις των αρχόντων, των ιερέων, των εμπόρων και των γεοκτημόνων. Όλα τους, προσφέρθηκαν από τους γονείς τους στον Μποντισάτβα για να τον υπηρετούν και να τον τιμούν. Και ο βασιλιάς Σουντοντάνα επίσης έδωσε 20.000 κορίτσια για να υπηρετούν και να τιμούν τον Μποντισάτβα. Οι φίλοι, οι υπουργοί, [118]η οικογένεια και οι εξ αίματος συγγενείς του επίσης, πρόσφεραν στον Μποντισάτβα 20.000 κορίτσια για να τον υπηρετούν και να τον τιμούν. Τότε,  μοναχοί, οι γηραιοί άντρες και γυναίκες της τάξης των Σάκυα συγκεντρώθηκαν και είπαν στον βασιλιά Σουντοντάνα: «Βασιλιά, άκουσέ μας προσεκτικά. O Πρίγκιπας θα πρέπει να προσκυνήσει στον ναό.» Ο βασιλιάς απάντησε, «Ναι, θα ήταν πολύ καλό γι αυτόν να το κάνει. Γι αυτό ας στολιστεί η πόλη! Στολίστε τους δρόμους, τα σταυροδρόμια, τις διασταυρώσεις και τις αγορές. Διώξτε όλους τους καμπούρηδες και τους τυφλούς, τους κωφούς και τους άλαλους, όλους τους ανάπηρους και τους παραμορφωμένους. Συγκεντρώστε κάθε τι ευοίωνο! Χτυπήστε τα τύμπανα της αρετής και τις καμπάνες της ευνοϊκότητας. Στολίστε τις πύλες αυτής της εξαίσιας πόλης. Παίξτε τα πιο ευχάριστα όργανα, κύμβαλα και τύμπανα. Συγκεντρώστε όλους τους τοπικούς άρχοντες, τους εμπόρους, τους νοικοκυραίους, τους υπουργούς, τους φρουρούς και όλους τους ντόπιους. Ετοιμάστε άμαξες για τα κορίτσια. Προμηθευτείτε ξέχειλα βάζα. Φέρτε τους ιερείς που είναι ειδικοί στην απαγγελία. Διακοσμείστε τους ναούς.» Όλοι ακολούθησαν τις προσταγές του βασιλιά. Τότε ο βασιλιάς πήγε στο σπίτι του και είπε στην Μαχαπρατζαπάτι Γκαουτάμι, «Ο Πρίγκιπας θα πάει να προσευχηθεί στον ναό. Ντύσε τον καλά.» Εκείνη απάντησε, «Φυσικά,» και έντυσε όμορφα τον Πρίγκιπα. Την ώρα που ντυνόταν, ο Πρίγκιπας είπε στην θεία του με ένα ελαφρύ χαμόγελο και χωρίς ίχνος δυσαρέσκειας, «Μητέρα, που με πας;» Εκείνη απάντησε, «Γιε μου θα σε πάω στον ναό.» [F 63b] Τότε ο Πρίγκιπας χαμογέλασε, γέλασε και είπε αυτούς ους στίχους στη θεία του:

«Όταν γεννήθηκε ο τρις χιλιόκοσμος σείστηκε.
Ο Σάκρα, ο Μπράχμα, οι ημίθεοι, οι μαχοράγκα, [119] ο Σούρυα
και ο Τσάντρα, ο Βαϊσραβάν και ο Κουμάρα,
ακούμπησαν το κεφάλι τους στα πόδια μου με σεβασμό.

Ποιοι είναι αυτοί οι θεοί που είναι ανώτεροι από μένα,
να λατρέψω ποιους, με πάει σήμερα η μητέρα μου;
Είμαι ανώτερος όλων των θεών, είμαι ο θεός των θεών.
Άλλος θεός σαν κι εμένα δεν υπάρχει, πως λοιπόν μπορεί να υπάρξει κάποιος ανώτερός μου;

Όμως μητέρα, θα ακολουθήσω τα κοσμικά έθιμα.
Όταν δουν τα όντα τα θαύματά μου, θα ευχαριστηθούν.
Άνθρωποι και θεοί θα γεμίσουν μεγάλο σεβασμό,
και θα καταλάβουν πως είμαι ο θεός των θεών.»

Όταν οι δρόμοι, τα σταυροδρόμια, οι διασταυρώσεις και οι αγορές, μοναχοί, στολίστηκαν πλούσια, όταν παντού ακούγονταν παιάνες και προσευχές όλων των ειδών, τότε στην εσωτερική αυλή, στολίστηκε και ετοιμάστηκε μια άμαξα για τον Πρίγκιπα. Αφού τακτοποιήθηκαν όλες οι ευνοϊκές συνθήκες, ο βασιλιάς Σουντοντάνα σήκωσε τον Πρίγκιπα στην αγκαλιά του. Με τη συνοδεία ιερέων, ντόπιων, εμπόρων, νοικοκυραίων, υπουργών, τοπικών αρχόντων, φρουρών, φίλων και συγγενών, πέρασαν μέσα από καταστόλιστους δρόμους, διασταυρώσεις, σταυροδρόμια και αγορές, που ήταν τυλιγμένοι στο μεθυστικό άρωμα των θυμιαμάτων και ήταν στρωμένοι με πέταλα λουλουδιών, ήταν γεμάτοι με άλογα, ελέφαντες, άμαξες και πεζικάριους, με ομπρέλες, νικητήρια λάβαρα, και σημαίες να κυματίζουν ψηλά και αντηχούσαν από πολλά όργανα. Τότε εκατό χιλιάδες θεοί οδήγησαν την άμαξα του Μποντισάτβα. Πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια θεοί και θεές σκόρπιζαν από τον ουρανό λουλούδια και έπαιζαν κύμβαλα. Η μεγάλη βασιλική πομπή που συνόδευε τον βασιλιά Σουντοντάνα, με λαμπρές τελετές έφερε τον Πρίγκιπα στον ναό. Τη στιγμή που ο Μποντισάτβα ακούμπησε με το δεξί του πόδι τον ναό, [F 64a] τα άψυχα αγάλματα των θεών Σίβα, Σκάντα, Ναραγιάνα, Κουμπέρα, Τσάντρα, Σούρυα, Βαϊσραβάνα, Σάκρα, Μπράχμα και των φυλάκων του κόσμου, όλα σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και υποκλίθηκαν στα πόδια του Μποντισάτβα. Αμέσως μετά εκατό χιλιάδες θεοί και άνθρωποι αναφώνησαν με κατάπληξη και αγαλλίαση. Η υπέροχη πόλη Καπιλαβάστου σείστηκε με έξι τρόπους. Έπεσε μια βροχή θείων λουλουδιών και ακούστηκε ο ήχος από εκατό χιλιάδες θεϊκά μουσικά όργανα, χωρίς κάποιος να τα παίζει. Έπειτα όλα τα αγάλματα του ναού επέστρεψαν στη θέση τους και είπαν τα εξής:

«Το όρος Μερού, που είναι το μεγαλύτερο και το πιο έξοχο όλων των βουνών,
δεν θα υποκλινόταν ποτέ σ’ ένα σπόρο μουστάρδας.
Ο μεγάλος ωκεανός, η κατοικία του βασιλιά των νάγκα,
δεν θα υποκλινόταν ποτέ σε μια νερολακκούβα.
O λαμπρός ήλιος και η σελήνη, δεν θα υποκλίνονταν ποτέ σε μια πυγολαμπίδα.
Πως λοιπόν ο Ευγενής με τη σοφία και την αρετή
θα υποκλιθεί μπροστά στους θεούς;

«Οι θεοί και οι άνθρωποι αυτού του τρις χιλιόκοσμου
που είναι σαν τους σπόρους μουστάρδας, σαν τις νερολακκούβες και τις πυγολαμπίδες, έχουν μεγάλη υπερηφάνεια.
Αν ο κόσμος υποκλιθεί Σ’ Αυτόν που Είναι σαν το Όρος Μερού,
τον Ωκεανό, τον Ήλιο και τη Σελήνη-
-τον αυτοπροβαλλόμενο υπέρτατο του κόσμου-
τότε θα φτάσουν στον παράδεισο και την νιρβάνα.»

Όταν, μοναχοί, ο Μποντισάτβα μπήκε στον ναό, τότε 3.2 εκατομμύρια θεοί γέννησαν την πρόθεση να πετύχουν την απαράμιλλη, τέλεια και ολοκληρωμένη Φώτιση. Αυτές ήταν οι αιτίες και οι συνθήκες που είχαν σχέση με την ισοψυχία του Μποντισάτβα, όταν τον έφεραν στον ναό.


Έτσι ολοκληρώνεται το 8ο Κεφάλαιο-Μετάβαση στο Ναό [121]


Πρόχειρη μετάφραση Κ. Χοχλάκη