14ο
Κεφάλαιο-Όνειρα
Ενόσω
ο θεός ενθάρρυνε μ’ αυτούς τους τρόπους τον Μποντισάτβα, μοναχοί, ένα όνειρο
εμφανίστηκε στον βασιλιά Σουντοντάνα. Την ώρα που κοιμόταν ονειρεύτηκε πως ο
Μποντισάτβα [186]μαζί με μια συνοδεία θεών, άφηνε το παλάτι μεσ’ την ησυχία της
νύχτας. Ο βασιλιάς είδε πως αφού άφησε το παλάτι, χειροτονήθηκε και φόρεσε τα
πορτοκαλί ράσα.
Όταν
ο βασιλιάς ξύπνησε ρώτησε αμέσως τον οικονόμο: ‘Ο νεαρός πρίγκηπας βρίσκεται με
τις συντρόφους του;’
Ο
οικονόμος απάντησε, ‘Ναι Μεγαλειότατε.’
Ο
βασιλιάς Σουντοντάνα ενώ βρισκόταν στα γυναικεία διαμερίσματα, σκέφτηκε: ‘Τότε
ο νεαρός πρίγκηπας σύντομα θα μας αφήσει, έτσι όπως προβλέπουν οι οιωνοί.’
Καθώς ένας οξύς πόνος διαπερνούσε την καρδιά του άρχισε να σκαρώνει το σχέδιό
του. ‘ο νεαρός μου πρίγκηπας δεν πρέπει να πατήσει ούτε το πόδι του στους
κήπους του παλατιού. Θα πρέπει να μένει μέσα με τις γυναίκες για να εθιστεί
στις απολαύσεις τους. Ποτέ δεν πρέπει να μας αφήσει!’
Έπειτα
για την απόλαυση του νεαρού πρίγκηπα ο βασιλιάς έφτιαξε τρία παλάτια για τις
τρεις εποχές-την εποχή της ζέστης, των βροχών και του κρύου. [F.95a] Το παλάτι για
την ζεστή εποχή ήταν πολύ δροσερό, το παλάτι για την εποχή των βροχών ήταν και
ζεστό και δροσερό και το χειμερινό παλάτι ήταν φυσικά ζεστό. Σε κάθε παλάτι
ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες πεντακόσιοι φύλακες και οι φωνές τους ακούγονταν
μισή λεύγα μακριά. Όλοι είχαν την σκέψη πως, ‘ο νεαρός πρίγκηπας δεν θα
μπορούσε ποτέ να φύγει απαρατήρητος’.
Ωστόσο,
όλοι οι μάντεις και οι αστρολόγοι έκαναν συνεχώς την ίδια πρόβλεψη, λέγοντας
πως, ‘Ο νεαρός πρίγκηπας θα φύγει από την Ευοίωνη Πύλη’. Γι αυτό ο βασιλιάς
είχε επενδύσει με πελώριες πλάκες την Ευοίωνη Πύλη, τόσο μεγάλες, που
χρειάζονταν πεντακόσιοι άντρες για να την ανοίξουν και να την κλείσουν. Οι
φωνές αυτών των αντρών ακούγονταν μισή λεύγα μακριά. Ο βασιλιάς είχε φροντίσει
να υπάρχουν στο παλάτι τα πέντε αντικείμενα απόλαυσης, που δεν είχαν
προηγούμενο. Συνεχώς γύρω απ’ τον Μποντισάτβα υπήρχαν νεαρές κοπέλες, που
έπαιζαν όργανα, του τραγουδούσαν τραγούδια και του χόρευαν.
Τότε
ο Μποντισάτβα, μοναχοί, είπε στον οικονόμο του: ‘Θα πάω στα πάρκα, γι αυτό
γρήγορα ετοίμασε την άμαξα μου.’
Ο
οικονόμος όμως πήγε στον βασιλιά και του είπε: ‘Μεγαλειότατε, ο νεαρός
πρίγκηπας θέλει να επισκεφτεί τα πάρκα.’
Ακούγοντάς
το αυτό ο βασιλιάς σκέφτηκε: ‘Ο νεαρός μου πρίγκηπας δεν έχει ξαναπάει στα
πάρκα για να δει τα υπέροχα τοπία τους. Αν τον αφήσω να τα επισκεφτεί, θα
πρέπει να πάει μαζί με τις συντρόφους του. Έτσι, έχοντας ερωτικές απολαύσεις
δεν θα σκεφτεί να μας εγκαταλείψει.’
Ο
βασιλιάς έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον Μποντισάτβα και επιθυμούσε να τον
ευχαριστεί, γι αυτό έστειλε καμπανοκρούστες να ανακοινώσουν στους ανθρώπους της
πόλης τα εξής: ‘Σε επτά μέρες από σήμερα, ο νεαρός πρίγκηπας θα επισκεφτεί τους
κήπους. Όλοι θα πρέπει να εξασφαλίσετε πως ο νεαρός πρίγκηπας δεν θα δει τίποτα
δυσάρεστο, γι αυτό θα πρέπει να αφαιρέσετε οτιδήποτε δεν είναι όμορφο και να το
αντικαταστήσετε με όμορφα πράγματα, που ευχαριστούν τις αισθήσεις!’
Σύμφωνα
μ’ αυτό, την έβδομη μέρα ολόκληρη η πόλη ήταν όμορφα στολισμένη. Τα πάρκα ήταν
τόσο όμορφα στολισμένα με υφασμάτινα στέγαστρα διαφόρων χρωμάτων, ομπρέλες,
σημαίες, [F.95b] και λάβαρα. Ο δρόμος που θα περνούσε ο Μποντισάτβα
είχε σκουπιστεί και ραντιστεί με αρωματισμένο νερό και φρέσκα πέταλα
λουλουδιών. Λιβάνια άπλωναν τον αρωματικό τους καπνό και κατά μήκος του δρόμου
υπήρχαν βάζα και είχαν φυτευτεί δέντρα. Τον δρόμο σκίαζαν μεταξωτά στέγαστρα
διαφόρων χρωμάτων με δίχτυα από μικροσκοπικές καμπανούλες από πολύτιμα
πετράδια, διακοσμητικές γιρλάντες και φούντες. Υπήρχαν επίσης παρατεταγμένες
τέσσερεις στρατιές και μέλη της ακολουθίας που στόλιζαν τις συντρόφους του
νεαρού πρίγκηπα.
Καθώς
ο νεαρός πρίγκηπας έβγαινε από την ανατολική πύλη της πόλης καθ’ οδόν προς τα
πάρκα, μέσα σ’ όλη αυτή τη δραστηριότητα κι από την δύναμη του Μποντισάτβα , οι
θεοί φανέρωσαν έναν γέρο μπροστά στο δρόμο. Ήταν ένας αδύναμος ηλικιωμένος
άντρας, τόσο αδύνατος που οι φλέβες του προεξείχαν. Τα δόντια του είχαν πέσει
[188] και ήταν γεμάτος ρυτίδες παντού. Είχε γκρίζα μαλλιά και καμπούριαζε σαν
σκεβρωμένο ξύλο. Αδύνατος και σαραβαλιασμένος, ίσα που τον στήριζε ένα
μπαστούνι που κρατούσε. Πονούσε και είχε χάσει την ζωτικότητά του. Ένα ξερό
αγκομαχητό ακουγόταν απ’ τον λαιμό του. Εκεί στην μέση του δρόμου, στήριζε το
βάρος του κορμιού του με το μπαστούνι ενώ τα άκρα του έτρεμαν.
Όταν
ο Μποντισάτβα τον αντίκρυσε, ρώτησε τον ηνίοχο τα εξής, αν και ήδη γνώριζε την
απάντηση:
‘Ηνίοχε!
Ποιος είναι αυτός ο ηλικιωμένος άντρας;
Είναι
τόσο αδύνατος, τόσο αδύναμος και ρυτιδιασμένος!
Το
κεφάλι του είναι γκρίζο, έχει λίγα και αραιά δόντια και το σώμα του είναι τόσο
αδύνατο.
Κρατώντας
το μπαστούνι του, τρεκλίζει πέρα δώθε μες την ταλαιπωρία.’
Ο
ηνίοχος απάντησε:
‘Υψηλότατε,
τον άντρα αυτόν τον έχουν καταβάλει τα γεράματα.
Οι
αισθήσεις του είναι ασθενείς και υποφέρει πολύ, η δύναμη και η ενέργειά του τον
εγκατέλειψαν.
Οι
συγγενείς του τον απεχθάνονται και κανείς δεν τον φροντίζει!
Ανήμπορος
να λειτουργήσει, τον εγκατέλειψαν σαν το κούτσουρο στο δάσος.’
Ο
Μποντισάτβα ρώτησε:
Έτσι
λειτουργεί ειδικά η οικογένειά του
ή
αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα;
Πες
μου γρήγορα την αλήθεια!
Κι
έπειτα θα στοχαστώ σ’ αυτό που άκουσα.’
Ο
ηνίοχος απάντησε:
‘
Υψηλότατε, αυτή δεν είναι η λειτουργία ούτε της κάστας του ούτε του κράτους.
Για
όλα τα όντα, τα γηρατειά υπερνικούν τα νιάτα. [189]
Ακόμα
κι ο δικός σου πατέρας, η μητέρα σου, οι φίλοι κι οι συγγενείς σου [F.96a]
δεν
είναι ελεύθεροι από τα γηρατειά, ούτε κάποια άλλη τάξη ανθρώπων.’
Ο
Μποντισάτβα παρατήρησε:
‘Ηνίοχε!
Πόσο λυπηρό είναι! Τα ανώριμα και αδαή όντα δεν βλέπουν τα γηρατειά,
όταν
διάγουν την τρελή και περήφανη νιότη τους.
Τώρα
θα επιστρέψω-γρήγορα στρίψε το άρμα πίσω!
Αφού κι εγώ θα
γεράσω, πως να διασκεδάσω και να παίξω παιγνίδια;’
Έτσι ο
Μποντισάτβα γύρισε το όμορφο άρμα του πίσω και επέστρεψε στην πόλη.
Όμως αργότερα,
μοναχοί, ενώ ο Μποντισάτβα κινούσε για τα πάρκα από την νότια πύλη της πόλης,
πάλι με τη συνοδεία μιας μεγάλης ακολουθίας, είδε στον δρόμο του έναν άνθρωπο
που υπέφερε από αρρώστια. Το σώμα του ήταν αδύναμο και υπέφερε πολύ καθώς κείτονταν
κάτω μέσα στα ίδια του τα ούρα και τα περιττώματα. Κανείς δεν τον φρόντιζε ούτε
τον βοηθούσε και ανέπνεε με μεγάλη δυσκολία. Όταν ο Μποντισάτβα τον είδε,
στράφηκε προς τον αμαξά του και ρώτησε τα εξής, αν και ήδη γνώριζε την
απάντηση:
‘Ηνίοχε,
το σώμα αυτού του δύστυχου έχει χάσει το χρώμα του και είναι γεμάτο πληγές. Οι
αισθήσεις του είναι αδύναμες, είναι ανάπηρος και αναπνέει πολύ βαριά.
Είναι
πολύ αδύνατος, η κοιλιά του κάνει συσπάσεις και υποφέρει.
Βρίσκεται
ξαπλωμένος πάνω στα περιττώματά του, σε μια αποκρουστική κατάσταση.’
Ο αμαξάς
απάντησε:
‘Εξοχότατε,
αυτός ο άνθρωπος είναι σοβαρά άρρωστος.
Ήρθε
αντιμέτωπος με τα δεινά της αρρώστιας
και
τώρα βρίσκεται στο χείλος του θανάτου.
Η
λάμψη της παρελθούσας υγείας του έσβησε και χάθηκε η δύναμη του.
Δεν
έχει προστασία και καταφύγιο, ούτε άσυλο για να πάει.’ [190]
Τότε ο
Μποντισάτβα φώναξε:
‘Η
υγεία μοιάζει με το παιγνίδι μέσα σε όνειρο.
Ποιος
συνετός άνθρωπος θα είχε θετική στάση για τα παιγνίδια,
έχοντας
δει την αβάσταχτη δυστυχία της αρρώστιας;’
Κι
έτσι, για άλλη μια φορά μοναχοί, ο
Μποτισάτβα έστρεψε την όμορφη άμαξα πίσω επιστρέφοντας στο παλάτι.
Μια
άλλη φορά μοναχοί, ενώ ο Μποντισάτβα κινούσε για τα πάρκα από την δυτική πύλη
της πόλης, συνοδευόμενος από την μεγάλη ακολουθία του, είδε στον δρόμο έναν
πεθαμένο. Το πτώμα βρισκόταν σ’ ένα φορείο τυλιγμένο σε βαμβακερό πανί. Γύρω
του συγγενείς έκλαιγαν και θρηνούσαν. [F.96.b]Ακολουθούσαν
τον νεκρό τραβώντας τα μαλλιά τους, ρίχνοντας χώμα στα κεφάλια τους, χτυπώντας
τα στήθια τους, θρηνώντας μεγαλόφωνα.
Βλέποντας
το αυτό, ο Μποντισάτβα στράφηκε στον αμαξά και τον ρώτησε αν και ήξερε ήδη την
απάντηση:
‘Αμαξά,
ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος πάνω στο φορείο;
Οι
άλλοι που τον περιβάλλουν τραβούν τα μαλλιά τους,
χαρακώνουν
τα πρόσωπα με τα νύχια τους,
ρίχνουν
χώμα στο κεφάλι τους, χτυπούν τα στήθη τους και
φωνάζουν
απελπισμένα.’
Ο
αμαξάς απάντησε:
Εξοχότατε,
ο άνθρωπος αυτός πέθανε στην Τζαμπουντβίπα
και
δεν θα ξαναδεί ποτέ πια τους γονείς του, ούτε την γυναίκα του ή τα παιδιά του.
Πρέπει να απαρνηθεί την περιουσία του, το σπίτι του,
τους
φίλους του και τους συγγενείς του,
και
να συνεχίσει στον επόμενο κόσμο,
όπου
δεν θα ξαναδεί τους συγγενείς του ξανά. [191]
Ο
Μποντισάτβα αναφώνησε:
‘Πόσο
λυπηρό που τα γηρατειά καταστρέφουν τα νιάτα!
Πόσο
λυπηρό που η υγεία καταστρέφεται από διάφορες αρρώστιες!
Πόσο
λυπηρό που συνετός άνθρωπος δεν ζει πολύ!
Πόσο
λυπηρό που οι λόγιοι έχουν προσκόλληση στις απολαύσεις!
Ακόμα
κι αν δεν υπήρχαν τα γηρατειά, η αρρώστια ή ο θάνατος,
τα
πέντε σκάντα πάλι θα τα χτυπούσε μεγάλη δυστυχία.
Και
τι γίνεται με τα γηρατειά, την αρρώστια και τον θάνατο που πάντοτε μαζί
έρχονται;
Ας
είναι! Γύρισε πίσω-θα σκεφτώ πώς να απελευθερωθώ από αυτή την κατάσταση.’
Έτσι
λοιπόν μοναχοί, για άλλη μια φορά ο Μποντισάτβα γύρισε με την όμορφη άμαξά του
πίσω στην πόλη.
Κάποια
άλλη φορά που ο Μποντισάτβα κινούσε για τα πάρκα από την βόρεια πύλη της πόλης,
μέσα από την δύναμη του Μποντισάτβα, οι θεοί εμφάνισαν ένα ζητιάνο στον δρόμο
που περνούσε. Ο Μποντισάτβα είδε τον ζητιάνο και παρατήρησε την ηρεμία του.
Είχε αυτοπειθαρχία και συγκράτηση. Είχε αγνή συμπεριφορά και η ματιά του δεν
περιπλανιόταν, παρά κοίταζε προς τα κάτω σε μια απόσταση 6 ποδών. Οι τρόποι του
ήταν υπέροχοι καθώς και ο τρόπος που περπατούσε. Ο τρόπος που κοίταγε δεξιά κι
αριστερά ήταν επίσης όμορφος. Ο τρόπος που λύγιζε και τέντωνε τα άκρα του ήταν
επίσης υπέροχος καθώς και ο τρόπος που φόραγε το ένδυμά του και η κούπα προσφορών
που είχε.
Όταν
είδε αυτόν τον μοναχό, ο Μποντισάτβα στράφηκε στον αμαξά και τον ρώτησε, αν και
γνώριζε ήδη την απάντηση:
‘Αμαξά,
ποιος είναι αυτός ο γαλήνιος και ήρεμος άνθρωπος;
Περπατά
έχοντας τη ματιά του προς τα κάτω στην απόσταση 6 ποδών. [192]
Τα
ρούχα του έχουν το χρώμα του σαφράν και οι κινήσεις του είναι γαλήνιες.
Κρατά
την κούπα προσφορών και δεν είναι ούτε αγέρωχος ούτε καταφρονητικός.»
Ο
αμαξάς απάντησε:
‘Εξοχότατε,
αυτός ο άνθρωπος είναι αυτό που λέμε μοναχός.
Έχει
απαρνηθεί τις απολαύσεις των αισθήσεων και τώρα φέρεται με έναν πολύ πράο
τρόπο.
Έγινε
ζητιάνος και αναζητά την γαλήνη.
Απαλλαγμένος
από προσκόλληση και απέχθεια, ζει από ελεημοσύνες.’
Ο
Μποντισάτβα είπε:
‘Είναι
αλήθεια αυτό που λες και συμφωνώ.
Τα
συνετά όντα πάντα επαινούν την ζωή των μοναχών.
Είναι
μια ζωή που ωφελεί και τον ίδιο και βοηθά τους άλλους.
Είναι
μια ευτυχισμένη ζωή που έχει σαν αποτέλεσμα το γλυκό νέκταρ της αθανασίας.’
Κι
έτσι μοναχοί, για άλλη μια φορά γύρισε πίσω την όμορφη του άμαξα και επέστρεψε
στο παλάτι.
Ο
βασιλιάς Σουντοντάνα, μοναχοί, είδε και άκουσε πως ο Μποντισάτβα εμπνεύστηκε με
αυτούς τους τρόπους. Έτσι, για να φυλάξει ακόμα περισσότερο τον Μποντισάτβα,
ύψωσε έναν περιμετρικό τοίχο γύρω απ’ το παλάτι, έσκαψε τάφρους και
ισχυροποίησε τις πύλες. Τοποθέτησε επίσης φρουρά, ενημέρωσε τους γενναίους του
στρατιώτες και προετοίμασε ακόμα και το ιππικό. Όλοι τους φόρεσαν πλήρη
πανοπλία. Για να φυλάνε τον Μποντισάτβα έβαλε από ένα πλήρες τμήμα στρατού σε
κάθε διασταύρωση μπροστά στις τέσσερις πύλες, για να φρουρούν μέρα νύχτα,
λέγοντας τους να εμποδίσουν τον Μποντισάτβα να το σκάσει. Στα διαμερίσματα των
γυναικών, τις παρότρυνε όλες να παίζουν μουσική και να τραγουδούν συνεχώς,
χωρίς να σταματούν ούτε για ένα λεπτό. Τους είπε: ‘Βάλτε όλες σας τις
δεξιότητες στην απόλαυση και τα παιγνίδια! Χρησιμοποιήστε και επιμείνετε με όλα
τα γυναικεία μέσα, ώστε ο Πρίγκιπας νοιώθοντας προσκόλληση σε σας, να μην
θελήσει να φύγει για να χειροτονηθεί.’
Πάνω
σ’ αυτό το θέμα έχει λεχθεί:
Στις
πύλες υπάρχουν άντρες που αγαπούν την μάχη και κρατούν ψηλά τα ξίφη τους.
Υπάρχουν
ελέφαντες, άλογα, άρματα και άντρες με πανοπλία σε σειρές με ελέφαντες.
Έχουν
σκαφτεί χαντάκια και έχουν χτιστεί ψηλοί τοίχοι και καμάρες με πυργίσκους.
Υπάρχουν
τόσο ενισχυμένες πύλες που ο θόρυβος τους ακούγεται μίλια μακριά. [F.97.b]
Όλοι
οι Σάκυα ανησύχησαν και φύλαγαν μέρα νύχτα.
Ο
μεγάλος θόρυβος του πανίσχυρου στρατού ακουγόταν παντού.
Η
πόλη βρίσκεται σε αναταραχή και γεμάτη τρομαγμένες φωνές: «Είθε ο Ευγενής να
μην φύγει! Αν ο κάτοχος της γενεαλογίας των Σάκυα φύγει, η βασιλική γραμμή θα
σπάσει!»
Στις
γυναίκες είπαν: «Μην σταματάτε ποτέ την μουσική και τα τραγούδια.
Πρέπει
να τον κάνετε να μείνει, να ξελογιαστεί ο νου του με τα παιγνίδια της
απόλαυσης.
Κάντε
μια καλή προσπάθεια και επιδείξτε την ποικιλία των γυναικείων τεχνασμάτων.
Προσέχτε
τον και εμποδίστε το Ευγενές Ον να φύγει!»
Αυτοί
είναι οι οιωνοί που μιλούν για την αναχώρηση του άριστου των ηνιόχων:
οι
κύκνοι, οι γερανοί, τα παγώνια, οι μάινες και οι παπαγάλοι δεν βγάζουν κανένα
ήχο.
Κάθονται
σε ταράτσες, στα παράθυρα των παλατιών, στις εισόδους, στα στηθαία και στα
βάθρα,
θλιμμένα,
δυστυχισμένα και στεναχωρημένα, κρεμούν τα κεφάλια τους και στέκονται βουβά.
Ακόμα
και οι όμορφοι λωτοί στις λίμνες και τις στέρνες, μαραζώνουν και πεθαίνουν.
[194]
Το
φύλλωμα και τα άνθη στα δέντρα εξαφανίζονται και τα δέντρα δεν ξανανθίζουν πια.
Οι
χορδές στα λαούτα και τα σιτάρ σπάζουν χωρίς λόγο.
Τα
τύμπανα, μικρά και μεγάλα, όλα σπάνε με την επαφή και δεν βγάζουν ήχο.
Ολόκληρη
η πόλη είναι αναστατωμένη και την καταβάλει λήθαργος.
Κανείς
δεν θέλει να χορέψει, να τραγουδήσει ή να χαρεί.
Ακόμα
και τον βασιλιά τον έχει καταβάλει η κατάθλιψη.
Αναρωτιέται:
«Όχι, η τόσο τυχερή γενεαλογία των Σάκυα τελικά θα καταστραφεί;»
Καθώς
η Γκόπα και ο Πρίγκιπας κοιμόνταν στο ίδιο κρεβάτι,
στη
μέση της νύχτας, ένα όνειρο εμφανίστηκε στη Γκόπα.
Ονειρεύτηκε
πως ολόκληρη η γη μαζί με όλα τα βουνά σειόταν.
Τα
δέντρα τραντάζονταν απ’ τον άνεμο και ξεριζωμένα έπεφταν στο έδαφος.
Ο
ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια που τα στόλιζαν έπεφταν απ’ τον ουρανό στη γη.
Είδε
τα μαλλιά της κομμένα στο δεξί της χέρι και το διάδημά της διαλυμένο σε
κομμάτια.
Τα
πόδια και τα χέρια της ήταν κομμένα και ήταν γυμνή.
Το
μαργαριταρένιο κολιέ της και το κόσμημα στη ζώνη της ήταν κομμάτια.[F.98.a]
Τα
τέσσερα πόδια του κρεβατιού της έσπασαν και βρέθηκε στο πάτωμα.
Η
πανέμορφη και θεσπέσια λαβή της ομπρέλας του βασιλιά έσπασε.
Όλα
της τα κοσμήματα έπεσαν και σκόρπισαν και τα παρέσυρε το νερό.
Τα
κοσμήματα του άντρα της, τα ρούχα και το στέμμα του ήταν σκορπισμένα στο
κρεβάτι τους.
Οι
πυρσοί μεταφέρθηκαν έξω από την πόλη, που απέμεινε στο σκοτάδι.
Τα
υπέροχα δίχτυα με τα πετράδια που είδε στον ύπνο της έσπασαν.
Οι
δέσμες με τα μαργαριτάρια έπεσαν και ο ωκεανός είναι ταραγμένος.
Ονειρεύεται
πως το Μερού, ο βασιλιάς των βουνών, σείστηκε απ’ τα θεμέλιά του. [195]
Αυτά
τα όνειρα είδε η κόρη των Σάκυα.
Καθώς
ξύπνησε με δακρυσμένα μάτια, ρώτησε τον άντρα της:
«Κύριε,
τι θα με βρει; Πες μου σε παρακαλώ το νόημα αυτού του ονείρου!
Η
μνήμη μου είναι συγχυσμένη και δεν μπορώ να δω καθαρά. Η καρδιά μου πονά!»
Ο
Κύριος απαντά στην Γκόπα με μια φωνή τόσο γλυκιά όσο του αηδονιού, του τυμπάνου
ή του Μπράχμα:
«Όταν
είδες πως η γη σείστηκε
και
τα βουνά γκρεμίστηκαν στη γη,
δείχνει
πως οι θεοί, τα νάγκα, οι ράκσασα και τα μπούτα
σε
κατατάσσουν ως ανώτερη όλων όσων είναι άξιοι σεβασμού.
«Όταν
είδες πως τα δέντρα ξεριζώθηκαν
και
πως έκοψες τα μαλλιά σου με το δεξί σου χέρι
σημαίνει
πως εσύ Γκόπα, θα κόψεις γρήγορα το δίχτυ των μολύνσεων
και
θα απελευθερωθείς από το δίχτυ να βλέπεις τα αλληλεξαρτημένα φαινόμενα.
«Όταν
είδες πως ο ήλιος κι η σελήνη έπεσαν στο έδαφος
και
πως έπεσαν και τα αστέρια επίσης,
αυτό
δείχνει πως εσύ Γκόπα θα νικήσεις γρήγορα τον εχθρό των μολύνσεων
αι
θα γίνεις άξια προσφορών και θα σε επαινεί ο κόσμος.
«Όταν
είδες πως έσπασε το μαργαριταρένιο κολιέ σου
πως
ήσουν γυμνή με ακρωτηριασμένο σώμα,
δείχνει
πως εσύ Γκόπα σύντομα θα αφήσεις το θηλυκό σου σώμα
και
θα αποκτήσεις σώμα αντρικό.
«Όταν
είδες τα πόδια του κρεβατιού σου να σπάζουν
και
την πολύτιμη λαβή της ομπρέλας σπασμένη,
αυτό
σημαίνει πως εσύ Γκόπα θα διασχίσεις γρήγορα τα τέσσερα ποτάμια
και
θα με δεις ως τον μοναδικό κομιστή της ομπρέλας στο τριπλό σύμπαν. [F.98.b]
«Όταν
είδες να παρασύρονται τα κοσμήματά σου απ’ το νερό
τα
ρούχα και το στέμμα μου να είναι παρατημένα στον θρόνο μου,
αυτό
σημαίνει πως εσύ Γκόπα, θα με δεις σύντομα κοσμημένο με τα σημάδια
να
με εγκωμιάζει ολόκληρος ο κόσμος.
«Όταν
είδες τα αμέτρητα φώτα
να
φεύγουν από την πόλη ρίχνοντάς την στο σκοτάδι,
σημαίνει
Γκόπα, πως σύντομα θα φωτίσω με το φως της γνώσης
ολόκληρο
τον κόσμο, που τον μαστίζει η πλάνη και το σκοτάδι της άγνοιας. [196]
«Όταν
είδες το μαργαριταρένιο σου κολιέ να σπάει
και
την πανέμορφη χρυσή σου καδένα σπασμένη,
αυτό
δείχνει πως εσύ Γκόπα, θα κόψεις σύντομα το δίχτυ της μόλυνσης
και
θα βγάλεις την αλυσίδα της διανοητικής αντίληψης.
«Γκόπα,
αφού με τιμάς
και
μου κάνεις προσφορές με τον ύψιστο σεβασμό,
ποτέ
δεν θα πέσεις στα κατώτερα πεδία ούτε θα δυστυχήσεις.
Σύντομα
θα έχεις ευτυχία και τύχη.
«Στο
παρελθόν έκανα αμέτρητες προσφορές.
Φύλαξα
την πειθαρχία μου και εκπαιδεύτηκα στην ανεκτικότητα.
Γι
αυτό όποιος έχει πίστη σε μένα
θα
έχει ευτυχία και τύχη.
«
Για αμέτρητα κάλπα στην κυκλική ύπαρξη,
εκπαιδεύτηκα
στο τέλειο μονοπάτι της φώτισης.
Γι
αυτό όποιος έχει πίστη σε μένα
θα
εξαλείψει τα τρία κατώτερα πεδία.
«Γι
αυτό να είσαι ευτυχισμένη και όχι λυπημένη!
Να
είσαι ικανοποιημένη και χαρούμενη!
Σύντομα
θα έχεις ευτυχία και τύχη.
Γκόμα,
έχεις τόσο καλούς οιωνούς, πέσε και κοιμήσου.»
Όσοι
έχουν τραφεί με το μεγαλείο της αρετής και έχουν αρετή στην καρδιά τους,
στα
όνειρά τους θα δουν θαυμάσια σημάδια,
αυτά
που εμφανίζονται στα ανώτερα όντα που έχουν συσσωρεύσει ενάρετο κάρμα,
την
στιγμή της αναχώρησης τους από το σπίτι.
Ένα
τέτοιο ον ονειρεύεται πως τα νερά των τεσσάρων μεγάλων ωκεανών
αναδεύονται
με τα χτυπήματα των χεριών και των ποδιών του.
Όλη
η γη γίνεται το κρεβάτι του,
και
ο βασιλιάς των βουνών το μαξιλάρι του.
Στο
όνειρό του βλέπει ένα φως να φωτίζει εμπρός
που
διώχνει το βαθύ σκοτάδι απ’ τον κόσμο.
Μια
ομπρέλα να βγαίνει από το έδαφος και να σκεπάζει όλους τους τρεις κόσμους.
Στο
όνειρό του τέσσερα άσπρα και μαύρα ζώα γλύφουν τα πόδια του,
πουλιά
με τέσσερα χρώματα αλλάζουν σε ένα χρώμα. [F.99.a]
Σκαρφαλώνει
σε ένα αποκρουστικό και αηδιαστικό βουνό περιττωμάτων,
όμως
το επιτυγχάνει και παραμένει ελεύθερος από πέπλα.
Στο
όνειρο του βλέπει ποτάμια να ξεχειλίζουν
παρασέρνοντας
αμέτρητα όντα.
Φτιάχνοντας
ένα πλοίο ελευθερώνεται ο ίδιος και μπορεί να σώσει και άλλους.
Τους
πηγαίνει στην καλύτερη ακτή, αυτή που δεν έχει καθόλου φόβο και βάσανα.
Βλέπει
επίσης πολλά άρρωστα όντα.
Η
υγεία και λάμψη τους έχει εξαφανιστεί, η δύναμή τους είναι μικρή.
Γίνεται
γιατρός και μοιράζει πολλά φάρμακα,
γιατρεύοντας
αμέτρητα όντα από τις αρρώστιες.
Κάθεται
σε λιονταρίσιο θρόνο στο κεντρικό βουνό.
Οι
μαθητές του ενώνουν τις παλάμες τους κι όλοι οι θεοί τον τιμούν.
Βλέπει
τον εαυτό του νικητή στο μέσον της μάχης,
με
τους αθάνατους στον ουρανό να ζητωκραυγάζουν με χαρούμενες φωνές.
Αυτά
τα σημάδια είδε ο Μποντισάτβα στα όνειρά του,
και
είδε την εκπλήρωση της ενάρετης και εξαιρετικής του συμπεριφοράς.
Οι
θεοί και οι άνθρωποι που το άκουσαν αυτό, ευχαριστήθηκαν και σκέφτηκαν:
«Σύντομα
θα γίνει ο θεός των ανθρώπων και των θεών!»
Έτσι
ολοκληρώνεται το 14ο κεφάλαιο- Όνειρα