Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Το Πλήρες Παιγνίδισμα (Lalitavistara): 15o Κεφάλαιο-Αφήνοντας το Σπίτι


Το Πλήρες Παιγνίδισμα (Lalitavistara): 15o Κεφάλαιο-Αφήνοντας το Σπίτι

Στο μεταξύ, μοναχοί, ο Μποντισάτβα συλλογιζόταν, «Δεν θα ήταν σωστό να μην μεταφέρω τα σχέδιά μου στον βασιλιά Σουντοντάνα και να φύγω απλά απ’ το σπίτι χωρίς την άδειά του. Θα ήταν μεγάλη αχαριστία από μέρους μου.»
Έτσι. Το ίδιο βράδυ, μέσα στην ησυχία της νύχτας, άφησε τα διαμερίσματά του και πήγε στα διαμερίσματα του βασιλιά Σουντοντάνα. Την στιγμή που ο Μποντισάτβα πάτησε το πόδι του στον όροφο του παλατιού, ολόκληρο το παλάτι έλαμψε με φως. Ο βασιλιάς ξύπνησε και βλέποντας το φως, ρώτησε αμέσως τον αρχιυπηρέτη του, «Ανέτειλε ο ήλιος; Έχει τόσο όμορφο φως!» Ο αρχιυπηρέτης του απάντησε, «Όχι άρχοντά μου, είναι ακόμα μεσάνυχτα.» Και συνέχισε:
«Άρχοντά μου, το φως του ήλιου κάνει τα δέντρα και τους τοίχους να ρίχνουν σκιές.
Βασανίζει και ζεματάει το σώμα.
Το χάραμα επίσης, ακούγονται οι φωνές από τους κύκνους, τα παγώνια,
τους παπαγάλους, τους κούκους και τις άγριες πάπιες. [F.99.b]

«Όμως αυτό το φως Μεγαλειότατε, είναι όμορφο και ευχάριστο.
Είναι απαλό, ευνοϊκό και δεν καίει.
Διαπερνά τα δέντρα και τους τοίχους χωρίς να ρίχνει σκιά.
Πρέπει να έχει έρθει εδώ κάποιος με σπουδαίες ιδιότητες.»

Ο βασιλιάς ανησύχησε, κοίταξε γύρω του
Και είδε το αγνό ον που είχε μάτια σαν τους λωτούς. ]199]
Προσπάθησε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του, αλλά δεν τα κατάφερε.
Τότε το ευγενές ον με την αγνή καρδιά, αισθάνθηκε σεβασμό για τον πατέρα του.

Στέκοντας μπροστά στον βασιλιά του είπε,
«Άρχοντά μου, ήρθε η ώρα να αφήσω το σπίτι.
Σε παρακαλώ μην με εμποδίσεις και μην απελπίζεσαι.
Είθε εσύ βασιλιά μου, η οικογένεια μου και οι άνθρωποι του βασιλείου να με συγχωρέσουν.»

Ο βασιλιάς με δάκρυα στα μάτια, του είπε,
«Τι πρέπει να γίνει για να αλλάξεις την απόφασή σου;
Θες να μου ζητήσεις κάτι; Πες μου, θα σου δώσω τα πάντα!
Είμαι δικός σου, πάρε το παλάτι, τους υπηρέτες και όλο το βασίλειο.»

Τότε ο Μποντισάτβα με γλυκιά φωνή του απάντησε,
«Άρχοντά μου, θέλω τέσσερα δώρα. Δώσε μου τα σε παρακαλώ!
Αν μπορέσεις να μου τα δώσεις, τότε θα με εξουσιάσεις.
Θα με βλέπεις εδώ στο σπίτι συνέχεια και δεν θα φύγω.

«Θέλω Άρχοντά μου, να μείνω αλώβητος από τα γηρατειά,
να διατηρήσω το όμορφο σώμα μου και τα νιάτα μου για πάντα.
Να είμαι υγιής χωρίς καμιά αρρώστια.
Η ζωή μου να μην τελειώσει ποτέ και ο θάνατος να μην έρθει.

Όταν άκουσε ο βασιλιάς αυτά τα λόγια, λυπήθηκε πολύ.
«Γιε μου, ζητάς το ακατόρθωτο, είμαι ανίσχυρος εδώ. [200]
Ακόμα κι οι σοφοί[1]που ζούνε κάλπα δεν υπερβαίνουν
την φθορά και τον φόβο της αρρώστιας, των γηρατειών και του θανάτου.»

«Αν δεν μπορείς Άρχοντά μου, να μου δώσεις αυτά τα τέσσερα δώρα-
την απελευθέρωση από τη δυστυχία και τον τρόμο της αρρώστιας,
των γηρατειών και του θανάτου-
τότε ένα άλλο δώρο θα σου ζητήσω. Άκουσέ με σε παρακαλώ Εξοχότατε:
Θα ήθελα αφού πεθάνω, να μην επαναγεννηθώ ξανά.»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο βασιλιάς από τον άριστο των ανθρώπων,
ελάττωσε την λαχτάρα του, άφησε την προσκόλληση που είχε για τον γιό του και είπε:
«Πήγαινε τότε να ωφελήσεις και να απελευθερώσεις τα όντα. Είμαι χαρούμενος γι αυτό.
Είθε όλες σου οι επιθυμίες να εκπληρωθούν.» [F.100.a]

Τότε ο Μποντισάτβα έφυγε, μοναχοί, επέστρεψε στην εστία του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί την απουσία του.
Το χάραμα, ο βασιλιάς Σουντοντάνα κάλεσε όλη την οικογένεια των Σάκυα και τους ανακοίνωσε, «Ο πρίγκηπας θέλει να εγκαταλείψει το σπίτι του. Τι μπορούμε να κάνουμε;»
Οι Σάκυα απάντησαν, «Μεγαλειότατε ας τον επιβλέπουμε. Αυτός είναι ένας κι εμείς στην οικογένεια των Σάκυα είμαστε πολλοί. Δεν θα μπορέσει να φύγει απ’ το σπίτι.»
Έτσι, οι Σάκυα και ο βασιλιάς έβαλαν πεντακόσιους νέους άντρες στην ανατολική πύλη της πόλης για να φυλάνε. Όλοι τους ήταν οπλισμένοι και εκπαιδευμένοι στη μάχη, ήταν ικανότατοι στο τόξο και το δόρυ και ήταν χειροδύναμοι σαν παλαιστές. [201] Για επιπλέον φύλαξη, ο καθένας από αυτούς τους νεαρούς Σάκυα, είχε στη διάθεσή του πεντακόσια άρματα και πεντακόσιους πεζικάριους για κάθε άρμα.
Με τον ίδιο τρόπο, τοποθετήθηκαν πεντακόσιοι νεαροί άντρες στην ανατολική, δυτική και βόρεια πύλη.
Οι γέροντες Σάκυα, άντρες και γυναίκες, τοποθετήθηκαν παντού, σε διασταυρώσεις, κόμβους και λεωφόρους. Ακόμα και ο βασιλιάς Σουντοντάνα φύλαγε την πύλη του παλατιού με πεντακόσιους νεαρούς άντρες με άλογα και ελέφαντες.
Η Μαχαπρατζαπάτι Γκαουτάμι είπε στις θεραπαινίδες της:

«Ανάψτε δυνατές λάμπες και βάλτε τα πετράδια στην άκρη των λάβαρων!
Κρεμάστε γιρλάντες και φωτίστε όλο το παλάτι!
Παίξτε μουσική, τραγουδήστε και μην κοιμάστε, επαγρυπνήστε το βράδυ. [F.100.b]
Φυλάξτε τον πρίγκηπα για να μην φύγει απαρατήρητος.

«Οπλιστείτε! Πάρτε όπλα στα χέρια σας-
ξίφη, δόρατα, τόξα και βέλη και δίκρανα-
Φυλάξτε τον αγαπημένο μας πρίγκηπα.
Ας είμαστε όλοι σε επιφυλακή!

Κλείστε όλες τις πόρτες καταρχήν και κλειδώστε καλά
βάλτε σύρτες και αμπαρώστε.
Μην ανοίξετε κάποια πόρτα αν δεν είναι αναγκαίο,
αλλιώς το ευγενές ον θα δραπετεύσει.

« Στολιστείτε με μαργαριτάρια και πετράδια,
βάλτε στολίδια από λουλούδια, μισοφέγγαρα και καδένες.
Στολιστείτε με ζώνες, δακτυλίδια και σκουλαρίκια.
Κλείστε καλά τα βραχιόλια στους αστραγάλους σας.

«Αν αυτός ο ευεργέτης θεών κι ανθρώπων, που δρα σαν τον περήφανο ελέφαντα,
προσπαθήσει να δραπετεύσει ξαφνικά,
θα τον αντιμετωπίσετε με τέτοιο τρόπο
που να μην βλαφτεί καθόλου. [202]

«Εσείς κορίτσια με δόρατα στα χέρια,
που  περιβάλλετε το κρεβάτι αυτού του αγνού όντος,
μην ολισθαίνετε στην τεμπελιά,
φυλάξτε τον με μάτια σαν της πεταλούδας.

«Για να περιφρουρήσετε τον πρίγκηπα,
στολίστε το παλάτι με πολύτιμα πλέγματα
Πάρτε τα φλάουτα σας και παίξτε.
Προστατέψτε το Αψεγάδιαστο Ον τη νύχτα!

«Η μια με την άλλη κρατηθείτε ξύπνιες
και μην χαλαρώνετε.
Αλλιώς είναι σίγουρο πως θα αφήσει το σπίτι του,
θα εγκαταλείψει το παλάτι και τους υπηκόους του.

«Αν αφήσει το σπίτι του,
τότε το βασιλικό παλάτι θα γίνει τόπος χωρίς χαρά.
Η συνέχεια της βασιλικής γενιάς, που έχει διαρκέσει τόσο πολύ,
θα διακοπεί.»

Τότε, μοναχοί, οι είκοσι οκτώ μεγάλοι στρατηγοί των γιάκσα, όπως ο Παντσίκα, συναντήθηκαν με τους πεντακόσιους γιους του Χαρίτι και είπαν για την ανησυχία που είχαν: «Φίλοι μου, σήμερα ο Μποντισάτβα θα αφήσει το σπίτι του. [F.101.a] Γι αυτό χαρείτε και κάντε προσφορές σ’ αυτόν.»
Παρομοίως οι τέσσερις βασιλιάδες, που είχαν μπει στο Παλάτι Αντακαβάτι, είπαν στη μεγάλη συγκέντρωση των γιάκσα, «Φίλοι μου, σήμερα ο Μποντισάτβα θα αφήσει το σπίτι του. Πρέπει να τον βοηθήσετε να φύγει, να κρατήσετε τις οπλές/τα πόδια του όμορφου αλόγου του στα χέρια σας.»
Η συνάθροιση των γιάκσα είπε: 

«Σκληρός όπως το βάτζρα και άφθαρτος,
το σώμα του είναι παντοδύναμο όπως του Ναραγιάνα[2]
επιμελής και δυνατός, αυτός ο τέλειος άντρας δεν μπορεί να μετακινηθεί.
Μπορεί το μεγάλο Μερού, το πιο φημισμένο βουνό, να είναι δυνατόν να σηκωθεί και να κρατηθεί στον ουρανό,
κανείς όμως δεν μπορεί να σηκώσει το όρος των ιδιοτήτων του νικητή,
που έχει φτιαχτεί από αρετή και σοφία.»

Ο Βαϊσραβάνα είπε: [203]

«Για ανθρώπους φουσκωμένους από περηφάνια, ο δάσκαλος αυτός θα είναι βαρύς.
 Για όσους αγαπούν και σέβονται, θα είναι ελαφρύς.
Αν αφιερωθείς ειλικρινά και με σεβασμό σ’ αυτόν,
θα τον βρεις τόσο ελαφρύ, όσο είναι για τα πουλιά μια τούφα βαμβακιού.

Θα περπατώ μπροστά όσο εσύ βαστάς το άλογό του.
Όταν φύγει ο Μποντισάτβα, θα συγκεντρώσουμε πολύ μεγάλη αρετή!»

Έπειτα ο Σάκρα, ο άρχοντας των θεών, μοναχοί, μίλησε στους θεούς του Πεδίου των Τριάντα Τριών: «Φίλοι, σήμερα ο Μποντισάτβα θα αφήσει το σπίτι του. Γι αυτό αγαλλιάστε και κάντε προσφορές.»
Ο θεός Σανταμάτι απάντησε: «Θα κάνω τους πάντες στην πόλη του Καπιλαβάστου, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να κοιμηθούν.»
Ο θεός Λαλιταβιούχα είπε: «Θα κάνω όλους τους ήχους από τα άλογα, τους ελέφαντες, τους γαϊδάρους, τις καμήλες, τις αγελάδες, τα βόδια, τις γυναίκες, τους άντρες, τα αγόρια και τα κορίτσια, να σταματήσουν.»
Έπειτα ο θεός Βιουχαμάτι είπε: «Θα φτιάξω στον ουρανό έναν υπέροχο δρόμο. Θα είναι πλατύς όσο επτά άρματα, στις πλευρές του θα έχει πολύτιμες εξέδρες που θα αστράφτουν από το φως των πολύτιμων πετραδιών, θα σκιάζεται από ανοικτές ομπρέλες, θα υπάρχουν σημαίες και λάβαρα, θα είναι στρωμένος με διάφορα λουλούδια, θα καίνε λιβάνια διαφόρων αρωμάτων. Απ’ αυτόν το δρόμο θα ξεκινήσει ο Μποντισάτβα.»
Έπειτα μίλησε ο Αϊραβάνα, ο βασιλιάς των ελεφάντων: [F.101.b] "Θα εγείρω πάνω στην προβοσκίδα μου ένα αρχοντικό τριάντα δύο λεύγες ψηλό. Σ' αυτό το μέγαρο, νεαρές θεές θα υπηρετούν και θα τιμούν τον Μποντισάτβα, τραγουδώντας τραγούδια και παίζοντας μουσικά όργανα."
Έπειτα ο Σάκρα ο άρχοντας των θεών είπε: "Θα ανοίξω τις πύλες και θα του δείξω το δρόμο."
Έπειτα ο θεός Νταρματσαρίν είπε: "Θα κάνω το χαρέμι να μην φαίνεται θελκτικό."
Έπειτα ο θεός Σαντσοντάκα είπε: "Θα βοηθήσω τον Μποντισάτβα να σηκωθεί απ' το κρεβάτι του."
Τέλος βασιλείς των νάγκα Βαρούνα, Μανασβίν, Σαγκάρα, Αναβάπτα, Νάντα και Ουπανάντα είπαν: "Εμείς, από την πλευρά μας, θα φτιάξουμε σύννεφα με σανταλόξυλο για να πέσει μια βροχή από πούδρα σανταλόξυλου σαν προσφορά στον Μποντισάτβα."
Έτσι, μοναχοί, όλοι οι θεοί, νάγκα, γιάκσα και γκαντάρβα κίνησαν να κάνουν αυτά που υποσχέθηκαν.
Εν τω μεταξύ, ο νους του Μποντισάτβα ήταν στο Ντάρμα. Αναπαυόταν χαλαρά μαζί με τις κυρίες του, στην αίθουσα μουσικής. Στοχαζόταν πάνω στη συμπεριφορά των προηγούμενων Βούδα και τους τρόπους που ωφελούσαν όλα τα όντα και σκεφτόταν τέσσερεις προσευχές που είχε φτιάξει στο παρελθόν:
"Στο παρελθόν ευχήθηκα να γίνω ένας αυτοπροβαλλόμενος άρχοντας που θα επιδίωκε την παντογνωσία. Τότε φόρεσα την πανοπλία της τετραπλής απόφασης. Πρώτα:
"Έχω δει πόσο υποφέρουν τα όντα. Γι αυτό είθε να λυτρώσω και να απελευθερώσω εκείνους που είναι δέσμιοι του κόσμου κι έχουν πιαστεί στη φυλακή της κυκλικής ύπαρξης. Είθε να απελευθερώσω τα όντα από τα σφικτά δεσμά και τις αλυσίδες της λαχτάρας/πόθου[3]."
Αυτή ήταν η πρώτη ευχή που έκανε στο παρελθόν. [F.102.a] [205] Έπειτα σκέφτηκε τη δεύτερη ευχή απ' το παρελθόν:
"Είθε να φωτίσω με το φως του Ντάρμα, όσους, μέσα στον κόσμο, βρίσκονται βαθιά μέσα στο σκοτάδι της μεγάλης άγνοιας-για εκείνους τους ανθρώπους που τα μάτια τους σκιάζονται από τον καταρράκτη της άγνοιας, που τους λείπει το μάτι της σοφίας και είναι τυφλοί από την άγνοια και την πλάνη. Είθε να σηκώσω τη δάδα της σοφίας που καταστρέφει το σκοτάδι εκείνων που είναι τυφλοί από την άγνοια. Είθε να τους δώσω το γιατρικό των τριών πυλών της απελευθέρωσης[4]-το αντίδοτο που επιστρατεύει τα μέσα, τη σοφία και τη γνώση. Είθε να αφαιρέσω το σκοτάδι της άγνοιας, όλους τους καταρράκτες και τα ελαττώματα της νωθρότητας και μ' αυτόν τον τρόπο να εξαγνίσω το μάτι της σοφίας τους."
Στη συνέχεια ο Μποντισάτβα σκέφτηκε την τρίτη ευχή του από το παρελθόν:
"Ωιμέ! αυτός ο κόσμος έχει υψώσει το λάβαρο της υπερηφάνειας και του εγωκεντρισμού. Έχει εμμονή με το 'εγώ' και το 'δικό μου'. Ο νους των ανθρώπων αρπάζεται από τον εαυτό και οι λανθασμένες αντιλήψεις περί του εαυτού διαστρεβλώνουν τη θεώρησή τους. Είθε να ρίξω το λάβαρο της υπερηφάνειας που σκέφτεται 'εγώ είμαι' δείχνοντάς τους το ευγενές μονοπάτι."
Τέλος ο Μποντισάτβα σκέφτηκε την τέταρτη ευχή από το παρελθόν:
Ωιμέ! αυτός ο κόσμος δεν έχει ειρήνη εξ αιτίας του εαυτού. Ο κόσμος είναι διαταραγμένος συνεχώς και μοιάζει με ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τα όντα πηγαινοέρχονται. Συνέχεια κινούνται και πηγαινοέρχονται ανάμεσα σ' αυτόν τον κόσμο και τον επόμενο. Αυτή η περιστροφή δεν έχει τελειωμό και μοιάζει με την περιστροφή της δάδας. Είθε να τους φανερώσω το Ντάρμα της γαλήνης[5], που φέρνει την εκπλήρωση μέσω της γνώσης."
Αμέσως μετά, ο Νταρματσαρίν και οι άλλοι θεοί των καθαρών πεδίων, έκαναν το χαρέμι να δείχνει μη ελκυστικό. Και αφού αποκάλυψαν τα μη θελκτικά χαρακτηριστικά του χαρεμιού, πήραν τη θέση τους στον ουρανό και είπαν τους ακόλουθους στίχους:

Οι θεοί με τις μεγάλες μαγικές δυνάμεις
είπαν σ' Εκείνον με τα Επιμήκη Μάτια σαν του Ανθισμένου Λωτού: [F.102.b]
"Πως μπορείς να είσαι ευχαριστημένος
όταν ζεις μέσα σε ένα νεκροταφείο;" [206]

Συνεπαρμένος από τους άρχοντες των θεών,
ο Μποντισάτβα κοίταξε γύρω του αμέσως εξετάζοντας το χαρέμι του.
Βλέποντας πως είχαν γίνει αποκρουστικές,
σκέφτηκε, "Πράγματι, ζω μέσα σε ένα νεκροταφείο."

Όταν ο Μποντισάτβα κοίταξε όλο το χαρέμι των γυναικών, είδε πως σε μερικές τα ρούχα τους είχαν πέσει, άλλες είχαν ακατάστατα μαλλιά και σε άλλες τα κοσμήματα ήταν άτακτα φορεμένα. Άλλες είχαν χάσει τα κοσμήματα του κεφαλιού, άλλες είχαν άσχημους ώμους, ενώ κάποιες είχαν ακάλυπτα πόδια και χέρια. Κάποιες είχαν αηδιαστικές εκφράσεις, ενώ κάποιες άλλες ήταν αλλήθωρες. Σε κάποιες τρέχαν τα σάλια, ενώ άλλες ροχάλιζαν.
Μερικές γελούσαν άγρια, άλλες έβηχαν και άλλες φλυαρούσαν ασυνάρτητα. Κάποιες έτριζαν τα δόντια τους και σε άλλες είχε αλλάξει η όψη τους. Κάποιες γυναίκες είχαν δυσάρεστα χαρακτηριστικά, όπως πολύ μακριά χέρια. Κάποιες τίναζαν τα πόδια τους. Κάποιες είχαν ακάλυπτα κεφάλια, ενώ άλλες τα είχαν καλυμμένα. Το πρόσωπο μερικών είχε αλλάξει. Το σώμα κάποιων άλλων ήταν απαίσιο και κάποιες άλλες ήταν γυμνές.
Κάποιες ήταν καμπουριαστές κ έκαναν γαργαλιστικούς ήχους. Κάποιες άλλες, ενώ κρατούσαν ακόμα τα πήλινα τύμπανα, συστρέφανε τα σώματά τους. Κάποιες γυναίκες κρατούσαν τα όργανά τους, τα τρίχορδα και τα λαούτα τους. Άλλες έξυναν τα φλάουτα με τα δόντια τους κι έβγαζαν ήχους σπασίματος. Κάποιες άλλες έπαιζαν κιμπάλα[6], νακάλου και σάμπα με ξηλωμένα τα ηχεία τους. Κάποιες είχαν κλειστά τα μάτια, κάποιες άλλες ανοικτά και κάποιες τα περιστρέφανε. Κάποιες άλλες γυναίκες ήταν ξαπλωμένες με το στόμα τους ορθάνοικτο.
Ο Μποντισάτβα κοίταξε το χαρέμι των γυναικών που ήταν πολύ αποκρουστικές, καθώς βρίσκονταν έτσι πεσμένες στο πάτωμα κι είχε την εντύπωση πως πράγματι βρισκόταν σε κάποιο νεκροταφείο.
Πάνω σ' αυτό το θέμα, έχει λεχθεί:

Βλέποντας το  αυτό, ο Προστάτης του Κόσμου αναστατώθηκε.
Ξεχειλίζοντας από συμπόνοια είπε,
"Α! Πόσο άθλια είναι αυτή η συνάθροιση!
Πως να βρω ευχαρίστηση σ' αυτήν την σύναξη δαιμονισσών;

" Εσφαλμένη και συγκαλυμμένη με αυταπάτες είναι η κρίση εκείνου
που νομίζει ότι οι άχρηστες νοητικές απολαύσεις έχουν νόημα.
Σαν το πουλί που αιχμαλωτίστηκε στο κλουβί,
δεν μπορεί να ξαναβρεί κανείς την ελευθερία του." [207] [F.103.a]

[B 10] Έπειτα ο Μποντισάτβα εξέτασε το χαρέμι των γυναικών με αυτό το μέσο της πύλης προς το φως του Ντάρμα. Έπειτα, με λέξεις μεγάλης συμπόνιας, θρήνησε για τα όντα:
"Αυτά τα παιδαριώδη όντα σκοτώνονται όπως ο καταδικασμένος στο ικρίωμα.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα είναι γεμάτα επιθυμία, όπως οι ανόητοι προσελκύονται από ένα κεραμικό βάζο με εμετό.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα πνίγονται, όπως οι ελέφαντες βυθίζονται σε βαθιά νερά.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα είναι ικανοποιημένα, όπως ο χοίρος που περιβάλλεται από βρωμιά.
 Αυτά τα παιδαριώδη όντα είναι άπληστα, όπως ο σκύλος με το κόκκαλο.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα πέφτουν, όπως ο σκώρος στη φλόγα του κεριού.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα παγιδεύονται, όπως η μαϊμού μπερδεύεται στην παγίδα.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα πιάνονται, όπως το ψάρι μπλέκεται στα δίχτυα.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα κόβονται, όπως το αρνί στο σφαγείο.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα παλουκώνονται, όπως ο εγκληματίας στο παλούκι.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα πνίγονται, όπως ο ελέφαντας στον βούρκο.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα φθείρονται, όπως το κουφάρι του πλοίου στον ωκεανό.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα πέφτουν, όπως ο τυφλός κατρακυλά στη βαθιά άβυσσο.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα εξαντλούνται, όπως το νερό που τρέχει στην επιφάνεια της γης.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα γίνονται καπνός, όπως αυτή η μεγάλη γη στο τέλος του κάλπα.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα στριφογυρίζουν, όπως περιστρέφεται ο τροχός του αγγειοπλάστη.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα έχασαν το δρόμο τους, όπως οι τυφλοί περιφέρονται στα βουνά.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα είναι δεμένα και στριφογυρίσουν, όπως είναι οι σκύλοι δεμένοι στο λουρί. [F.103.b]
Αυτά τα παιδαριώδη όντα μαραίνονται, όπως το γρασίδι και τα δέντρα τη ζεστή εποχή.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα ελαττώνονται, όπως κι η φθίνουσα σελήνη το σκοτεινό δεκαπενθήμερο.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα κατασπαράζονται όπως τα φίδια από τα γκαρούντα.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα καταπίνονται, όπως τα πλοία από τα τεράστια θαλάσσια τέρατα.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα ληστεύονται, όπως ο ταξιδιώτης από ορδές κλεφτών.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα σπάνε, όπως τα φοινικόδεντρα στην καταιγίδα.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα σκοτώνονται, όπως όταν δαγκωθεί κάποιος απο δηλητηριώδες φίδι.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα πληγώνονται επειδή αναζητούν γεύση, όπως οι ανόητοι γλύφουν το πασαλειμμένο με μέλι μαχαίρι  
Αυτά τα παιδαριώδη όντα παρασύρονται, όπως οι κορμοί δέντρων παρασύρονται από το ποτάμι.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα παίζουν, όπως και τα παιδιά παίζουν με τα ίδια τους τα περιττώματα. 
Αυτά τα παιδαριώδη όντα ελέγχονται, όπως οι ελέφαντες από το άγκιστρο του οδηγού τους.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα εξαπατώνται, όπως ο απλοϊκός άνθρωπος από τον τσαρλατάνο.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα εξαντλούν τις ρίζες αρετής, όπως ο χαρτοπαίχτης χάνει το βιός του.
Αυτά τα παιδαριώδη όντα καταβροχθίζονται, όπως οι έμποροι τρώγονται από τις δαιμόνισσες.

Ο Μποντισάτβα εξέτασε την ακολουθία των γυναικών μέσω αυτών των τριάντα δύο παρομοιώσεων. Στοχάστηκε πάνω στην ακάθαρτη φύση του σώματος, ανέπτυξε μια αίσθηση απέχθειας και στη συνέχεια αηδίας. Έπειτα, διαλογίστηκε στο γεγονός πως και το ίδιο του το σώμα είναι σαν το δικό τους και είδε πραγματικά τα μειονεκτήματα του σώματος. Έπειτα εγκατάλειψε την προσκόλληση προς το σώμα, καταστρέφοντας την αντίληψη πως είναι ελκυστικό και βλέποντάς το ως αποκρουστικό. Είδε πως το σώμα, από τα πέλματα των ποδιών μέχρι και ην κορφή του κεφαλιού, είναι φτιαγμένο από βρωμιά, παράγει βρωμιά και αποβάλλει βρωμιά. Τότε αναφώνησε τα εξής: [F. 104.a]

"Μεγαλώνει στις πεδιάδες του κάρμα και γεννιέται απ' το νερό της λαχτάρας/πόθου, το ονομάζουμε μεταβατικό σώμα.
Αυτό το σώμα είναι υγρό από δάκρυα, ιδρώτα και φλέγμα και είναι γεμάτο με ούρα και αίμα.
Είναι γεμάτο με κάθε είδους βρωμιά, λίπος, πύον και μυαλά.
Διαρκώς βγάζει περιττώματα και βρωμάει.

"Είναι φτιαγμένο από κόκκαλα, δόντια και τρίχες και είναι καλυμμένο με ένα τριχωτό δέρμα.
Είναι γεμάτο σπλάχνα, συκώτι, σπλήνα, λέμφους και σάλια, είναι αδύναμο.
Σαν μια μηχανή είναι που κρατιέται σε συνοχή από τα κόκκαλα και τους τένοντες και διακοσμείται από τη σάρκα.
Είναι γεμάτο αρρώστιες, υποκείμενο του πόνου που βασανίζεται συνέχεια από πείνα και δίψα.

"Το σώμα των όντων έχει πολλές κοιλότητες και μεταμορφώνεται σε γήρας και θάνατο.
Βλέποντας το σώμα, ποιος σοφός δεν θα το θεωρούσε ως εχθρό;" [209]

Έτσι ο Μποντισάτβα παράμεινε με την επίγνωση πως το σώμα είναι κάτι που πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Οι θεοί που περιφέρονταν ψηλά στον ουρανό, ρώτησαν το θεό Νταρματσαρίν: Αγαπημένε φίλε, τι γίνεται; Ο Σιντάρτα χαζεύει/βραδυπορεί και κοιτά συνέχεια τις γυναίκες. Μάλιστα χαμογελάει και δεν φαίνεται δυσαρεστημένος. Επειδή όμως είναι σαν τον βαθύ ωκεανό μήπως δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε; Δεν είναι αλήθεια, πως αυτός που έχει απόσπαση  δεν προσκολλάται από τα αντικείμενα; Ή ξέχασε την υπόσχεση που έδωσε στους θεούς που τον παρότρυναν;
Ο θεός Νταρματσαρίν απάντησε: "Γιατί μιλάτε έτσι; Υπάρχουν βέβαια στοιχεία πως κατά το παρελθόν που ασκήθηκε στην αφυπνισμένη συμπεριφορά, ανέπτυξε αυτού του είδους την απόσπαση. Για ποιον λόγο έτσι ξαφνικά λοιπόν, να αποκτήσει προσκόλληση προς την ύπαρξη, που είναι και η τελευταία του;"
Όντως ο Μποντισάτβα είχε σιγουρευτεί, μοναχοί. Ήταν γεμάτος αποστροφή και είχε αποφασίσει. έτσι, χωρίς καθυστέρηση, σηκώθηκε μα\ε χάρη από τη θέση του στην αίθουσα μουσικής και στράφηκε προς την ανατολή. Με το δεξί του χέρι έβγαλε το πολύτιμο πλέγμα και ανέβηκε στην ταράτσα του παλατιού. [F.104.b] Εκεί ένωσε τα χέρια του και ενθυμούμενος όλους τους Βούδες, υποκλίθηκε. Όταν κοίταξε ψηλά στην έκταση του ουρανού, είδε τον Ίντρα, τον άρχοντα των θεών με τα χίλια μάτια, μαζί με ακολουθία εκατό χιλιάδων θεών που κρατούσαν λουλούδια, θυμιάματα, γιρλάντες, αρώματα, αρωματικές πούδρες, στολίδια, ομπρέλες, νικητήρια λάβαρα, σημαίες, σκουλαρίκια από άνθη και γιρλάντες από πολύτιμες πέτρες. Ο Ίντρα υποκλίθηκε, τιμώντας έτσι τον Μποντισάτβα.
Ο Μποντισάτβα είδε και τους τέσσερεις φύλακες του κόσμου μαζί με ορδές από γιάκσα, δαίμονες, γκαντάρβα και νάγκα. Όλοι τους φορούσαν πανοπλία, θώρακες και κράνη. Στα χέρια τους κρατούσαν σπαθιά, τόξα και βέλη, δόρατα, ακόντια και τρίαινες. Με χάρη έβγαλαν τα πολύτιμα διαδήματά τους και τις κορώνες τους και υποκλίθηκαν στον Μποντισάτβα. Έπειτα είδε δύο θεούς, [210] τον Ήλιο και το Φεγγάρι, που στέκονταν στα δεξιά και αριστερά του. Είδε επίσης τον Πούσυα, τον αρχηγό των αστερισμών.
Βλέποντας πως ήταν κιόλας μεσάνυκτα, ο Μποντισάτβα κάλεσε τον Τσάντα:

"Όλα τα ευνοϊκά σημάδια έχουν συγκεντρωθεί.
Χωρίς αμφιβολία οι ευχές μου θα εκπληρωθούν απόψε.
Τσάντα, μην αμφιβάλεις ούτε να καθυστερείς!
Στόλισε τον βασιλιά των αλόγων και φέρτον πλουμιστό μπροστά μου."

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Τσάντα ένοιωσε λύπη και ρώτησε:

"Που θα πας, εσύ με τα μακριά ματόκλαδα
και τα όμορφα μάτια σαν τους ανθισμένους λωτούς;
Σαν λέοντας ανάμεσα σε ανθρώπους, με πρόσωπο σαν το φθινοπωρινό φεγγάρι,
το φεγγάρι που ευχαριστεί τους λωτούς της νύχτας;

"Το πρόσωπό σου είναι σαν ανθισμένος λευκός λωτός,
τόσο τρυφερό σαν φρέσκος μπλε λωτός.
Με λαμπρότητα σαν του ήλιου ή του καθαρού χρυσού,
σαν καινούργιο και αμόλυντο φεγγάρι,

"σαν τη φωτιά που οι φλόγες της τρέφονται από βούτυρο θυσίας.
Η λαμπρότητά σου είναι σαν τη λάμψη της αστραπής.
Το ακατανίκητο βάδισμά σου έχει τη χάρη της σιγουριάς του ελέφαντα.
Περπατάς και όμορφα τοποθετείς τα πόδια σου, έχεις το βάδισμα του ταύρου, του λιονταριού ή του κύκνου."

Ο Μποντισάτβα απάντησε:

"Πες μου τότε Τσάντα, για ποιον λόγο
απαρνήθηκα στο παρελθόν τα χέρια, τα πόδια και τα μάτια μου;  [F.105.a]
Εγκατέλειψα το κεφάλι μου, την αγαπημένη μου γυναίκα και τα παιδιά μου,
το βασίλειο μου, τον πλούτο, το χρυσάφι και τα ρούχα μου,

"τους φορτωμένους με κοσμήματα ελέφαντες και άλογα,
που ήταν πανίσχυρα και γρήγορα σαν τον άνεμο.
Για τρισ/μύρια κάλπα εκπαιδεύτηκα στην πειθαρχία και την υπομονή,
χαρούμενος στην επιμονή, στις δυνάμεις, στην συγκέντρωση και στη γνώση.

"Επομένως , μόλις φτάσω στην ευοίωνη γαλήνη της αφύπνισης,
θα είναι η ώρα να ελευθερώσω τα όντα που πνίγονται στον ωκεανό του γήρατος και του θανάτου."

[211] Ο Τσάντα απάντησε: "Έχω ακούσει 'Άρχοντά μου, πως όταν γεννήθηκες σε πήγαν στους ιερείς που κάνουν προφητείες εξετάζοντας τα σημάδια. Αυτοί προφήτεψαν μπροστά στον πατέρα σου, τον Βασιλιά Σουντοντάνα: "Μεγαλειότατε, η βασιλική διαδοχή θα ανθίσει." Κι όταν ο Βασιλιάς Σουντοντάνα ζήτησε να του πουν περισσότερα, οι ιερείς απάντησαν:

"Ο νεογέννητος γιος σου έχει τα εκατό σημάδια της αρετής
και αστράφτει από το μεγαλείο της αρετής.
Θα γίνει παγκόσμιος μονάρχης, θα κυριαρχεί πάνω στις τέσσερεις ηπείρους,
και θα κατέχει τους επτά θησαυρούς.

"Αν όμως βρεθεί αντιμέτωπος με τα βάσανα του κόσμου αυτού,
θα εγκαταλείψει το χαρέμι του και θα αφήσει το σπίτι του.
Έπειτα θα φτάσει στην φώτιση, την κατάσταση που είναι απαλλαγμένη από γηρατειά και θάνατο.
Θα ικανοποιήσει τα όντα με το νερό του Ντάρμα.'

"Η προφητεία Άρχοντά μου αυτά λέει, δεν μπορούμε να το αρνηθούμε αυτό. Άκουσε όμως αυτά που θα σου πω, γιατί μπορεί να σε βοηθήσουν!"
"Με ποιον τρόπο", είπε ο Μποντισάτβα.
Κι ο Τσάντα απάντησε: "Για ποιον λόγο Άρχοντά μου, κάποιοι άνθρωποι εκπαιδεύονται στην πειθαρχία και στις στερήσεις; Φορούν δέρμα ελαφιού και δένουν ψηλά σε κόμπο τα μαλλιά τους. Φορούν στολίδια από φλοιούς δέντρων. Αφήνουν τα νύχια, τα μαλλιά και τα γένια τους να μακρύνουν. Χαίρονται να βασανίζουν το σώμα τους και να περνούν διάφορα δύσκολά μαρτύρια. Μπαίνουν στις πιο δύσκολες στερήσεις επειδή όπως λένε, επιθυμούν να γίνουν οι πιο άριστοι μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Εσύ όμως Άρχοντα, την έχεις ήφ\δη την καλή αυτή τύχη!
"Το βασίλειο ευημερεί, είναι μεγάλο και ειρηνικό, με έξοχες σοδειές. Είναι υπέροχο γεμάτο με πολλούς ανθρώπους. [F.105.b] Έχεις τα ομορφότερα πάρκα, που είναι γεμάτα με λουλούδια, φρούτα και κελαϊδίσματα πουλιών. Υπάρχουν πανέμορφες λίμνες με μπλε, ροζ και λευκά λουλούδια λωτών, όπου αντηχούν οι φωνές των κύκνων, των παγωνιών, των κούκων, των αγριόπαπιων, των πελαργών και των άγριων κύκνων. Πολλά ανθισμένα δέντρα φυτρώνουν γύρω από τις λίμνες όπως μάνγκο, ασόκα, μανόλιες, αμάρανθοι και δέντρα σαφραν. Τα πάρκα στολίζουν άλση πολύτιμων δέντρων τοποθετημένα σαν σκακιέρες που περιβάλλονται από πολύτιμες εξέδρες. Βλέπει κανείς τα πλέγματα από πολύτιμες πέτρες να κρέμονται από παντού. Μπορεί κανείς να χαρεί αυτά τα πάρκα, κάθε εποχή γιατί είναι ευχάριστα είτε κάνει ζέστη, είτε είναι η εποχή των βροχών, το φθινόπωρο ή την άνοιξη.
"Τα παλάτια σου [212] είναι όμοια με το παλάτι του Βαϊτζαγιάντα, εκεί όπου όλες οι ανησυχίες των ανθρώπων φεύγουν και βρίσκει κανείς τη γαλήνη του αληθινού Ντάρμα. Τα παλάτια σου έχουν το χρώμα των φθινοπωρινών νεφών γι αυτό και μοιάζουν με το Όρος Καϊλάσα. Είναι διακοσμημένα με βεράντες, τόξα, πύλες, παράθυρα, δροσερές αυλές και στέγες και αντηχούν με κουδουνίσματα από μικροσκοπικές πολύτιμες καμπανούλες πάνω στις κουρτίνες.
"Η συνοδεία των γυναικών είναι καλά εκπαιδευμένη. Τραγουδούν, παίζουν μελωδική μουσική και χορεύουν. Παίζουν τούνα, πανάβα, φλάουτα, λαούτα, ξύλινα τύμπανα, καλαμένιες φλογέρες, ξύλινα κρουστά, κύμβαλα, καμπίλα, νακάλου, κιθάρες, πήλινα τύμπανα με καλό ήχο και πατάχα. Σε φροντίζουν με το χορό και την κωμωδία, είναι χαρούμενες, διασκεδαστικές, παιχνιδιάρες και γλυκές.
"Κι εσύ Άρχοντά μου, είσαι ακόμα νέος. Είσαι στο άνθος της ζωής σου. Είσαι ένα φρέσκο και τρυφερό αγόρι με μαύρα μαλλιά και σώμα σαν το λωτό. Δεν έχεις ακόμα παραδοθεί στις απολαύσεις των αισθήσεων. Γι αυτό, απόλαυσέ το τώρα, όπως ο άρχοντας του Πεδίου των Τριάντα Τριών, ο άρχοντας των θεών, αυτός με τα χίλια μάτια. Μπορούμε να αφήσουμε το σπίτι μας αργότερα, όταν είμαστε γέροι." [F.106.a]
Τότε ο Τσάντα είπε τα ακόλουθα:

"Γνωρίζεις τις τεχνικές της απόλαυσης, γι αυτό απόλαυσέ τες,
σαν τον παντοδύναμο άρχοντα των θεών στο Πεδίο των Τριάντα Τριών!
Αργότερα, σαν είμαστε γέροι,
θα ασκηθούμε στην πειθαρχία και τις στερήσεις!"

Ο Μποντισάτβα απάντησε: "Τσάντα, αρκετά! Αυτές οι απολαύσεις των αισθήσεων είναι παροδικές και ασταθείς. Δεν κρατούν και είναι αντικείμενα αλλαγής. Όπως τα ρέματα ενός ορεινού χειμάρρου, περνούν γρήγορα και είναι ταραγμένα. Σαν τις δροσοσταλίδες, δεν διαρκούν. Σαν την άδεια μπουνιά που κοροϊδεύει το παιδί, δεν έχουν ουσία. Σαν τον πυρήνα της μπανανιάς, δεν έχουν δύναμη. Σαν το βάζο από άψητο πηλό, σπάνε φυσικά. Σαν τα φθινοπωρινά σύννεφα, που εμφανίζονται και εξαφανίζονται γρήγορα. Σαν την αστραπή στον ουρανό, διαρκούν μια πολύ σύντομη στιγμή. Σαν δοχείο γεμάτο δηλητήριο, προκαλούν πόνο. Σαν το δηλητηριώδη κισσό, φέρνουν δυσφορία.
"Τα αντικείμενα της επιθυμίας, που λαχταρούν απελπισμένα όλοι αυτοί που έχουν ανώριμο νου, είναι σαν τις φυσαλίδες στο νερό, αλλάζουν συνέχεια. Σαν τις οφθαλμαπάτες, προκαλούνται από την λανθασμένη αντίληψη. Είναι σαν τις παραισθήσεις που δημιουργούνται από την εσφαλμένη σκέψη. Όπως τα όνειρα, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν, αφού προσκολλιέται κανείς σε ψεύτικη εκδήλωση. Όσο δύσκολο είναι να γεμίσουν οι ωκεανοί, οι επιθυμίες ποτέ δεν μπορούν να εκπληρωθούν. Σαν το αλατόνερο, τα αντικείμενα της επιθυμίας σε κάνουν πιο διψασμένο. Σαν το κεφάλι της οχιάς, είναι επικίνδυνο να τα αγγίξεις. [213] Σαν τη βαθιά άβυσσο, οι σοφοί άνθρωποι τα εγκαταλείπουν εντελώς. Δημιουργούν ταραχή, διαμάχες και γεννούν απογοήτευση και λάθη. Ξέροντάς το αυτό οι σοφοί τα αποφεύγουν, οι έξυπνοι τα αποδοκιμάζουν, οι ευγενείς τα αποστρέφονται και οι ευφυείς τα κακολογούν. Οι αδαείς τα αποδέχονται και οι ανώριμοι βασίζονται σ' αυτά."
Τότε είπε τα ακόλουθα:

"Οι σοφοί άνθρωποι αποφεύγουν τις απολαύσεις των αισθήσεων όπως το κεφάλι του φιδιού,
τα απορρίπτουν σαν ένα βρωμερό δοχείο γεμάτο περιττώματα.
Τσάντα, αφού καταλαβαίνω πως οι απολαύσεις των αισθήσεων  
καταστρέφουν κάθε αρετή, δεν τις απολαμβάνω." [F.106.b]

Τότε ο Τσάντα, κλαίγοντας γοερά σαν να πονούσε πολύ, με αγωνία και δακρυσμένα μάτια, αναφώνησε τα ακόλουθα:

"Γιατί κάποιοι αντέχουν τις στερήσεις; 
Φορούν δέρμα ελαφιού και αφήνουν τα μαλλιά, τα νύχια και τα γένια τους να μακρύνουν;
Καλύπτονται με φλοιούς δέντρων. Εμμένοντας στις στερήσεις πολλοί έχουν αδυνατισμένα σώματα.

"Κάποιοι τρώνε μόνο λαχανικά, κεχρί και το φυτό γκαρντούλα.
Κάποιοι άλλοι, έχουν ορκιστεί να κρατούν τη συμπεριφορά της αγελάδας και έχουν το κεφάλι τους συνεχώς κάτω.
Εμείς όμως, θα έπρεπε να είμαστε οι καλύτεροι και πιο επιφανείς του κόσμου.
Θα έπρεπε να γίνουμε παγκόσμιοι μονάρχες και φύλακες του κόσμου,
ή κάτοχοι του βάτζρα όπως ο Σάκρα, ή ο επικεφαλής θεός του Πεδίου Απαλλαγμένο από Διαμάχες,
φιλοδοξώντας να βιώσουμε την ευδαιμονία του διαλογισμού στο πεδίο του Μπράχμα.
Τέλειο Ον, το βασίλειό σου είναι πλούσιο και ανθίζει με τις εξαίσιες σοδειές.
Είναι γεμάτο πάρκα και παλάτια, όμοια με το Παλάτι του Βαϊτζαγιάντα.

"Οι κυρίες αυτές είναι καλά εκπαιδευμένες για να προσφέρουν απολαύσεις,
σε συνδυασμό με το τραγούδι και τους μελωδικούς ήχους λαούτων και καλαμένιων φλογέρων.
Απόλαυσε αυτές τις απολαύσεις Κύριέ μου!
Αν δεν φύγεις, θα βιώσεις μεγάλες απολαύσεις!"

Ο Μποντισάτβα απάντησε: [214]

"Άκουσε Τσάντα! Σε προηγούμενες ζωές
άντεξα εκατοντάδες βάσανα-
φυλάκιση, σκλαβιά, ξύλο, απειλές-όλα αυτά χάριν της επιθυμίας.
Όσο ο νους μου ήταν προσκολλημένος σε πράγματα που εξαρτώνταν από συνθήκες,
δεν μπορούσα να απελευθερωθώ.

"Κάτω από την επιρροή της αδιαφορίας και κυριευμένος από την πλάνη,
στο παρελθόν ήμουν τυφλός, καλυμμένος από το πέπλο των εσφαλμένων θεωρήσεων.
Αυτές οι θεωρήσεις με έκαναν να αρπάζομαι από την ιδέα του εαυτού
και να διαιωνίζω την εμπειρία των αισθήσεων, κι όλα αυτά επειδή δεν γνώριζα το Ντάρμα.

" Όλα τα πράγματα κινούνται και αλλάζουν και είναι παροδικά σαν τα σύννεφα.
Μοιάζουν με τη λάμψη της αστραπής.
Είναι σαν τη δροσοσταλιά στη κόψη του φύλλου και παραπλανητικά σαν την άδεια γροθιά.
Δεν έχουν ούτε ουσία ούτε εαυτό και δεν έχουν με κανένα τρόπο, κάποια εγγενή ύπαρξη.

"Γι' αυτό πλέον ο νους μου δεν προσκολλιέται στα αντικείμενα. 
Τσάντα, στόλισε και φέρε μου τον Καντάκα, τον έξοχο βασιλιά των αλόγων.
Οι ευοίωνες ευχές του παρελθόντος εκπληρώθηκαν.
Υπερβαίνοντας τα πάντα, θα γίνω κύριος όλων των φαινομένων, ένας βασιλιάς του Ντάρμα, ένας σοφός." [F.107.a]

O Τσάντα απάντησε:

"Μήπως δεν βλέπεις τις γυναίκες αυτές που έχουν μάτια σαν ανθισμένους λωτούς,
που είναι στολισμένες με γιρλάντες από πολύτιμα πετράδια,
που σπινθηροβολούν σαν τη λάμψη της αστραπής ανάμεσα στα σύννεφα του ουρανού,
που είναι τόσο όμορφες έτσι ξαπλωμένες στα κρεβάτια τους;

"Ή εκείνες που παίζουν τόσο γλυκά τα φλάουτα και τα κύμβαλα,
τα πήλινα τύμπανα και τις καλαμένιες φλογέρες, φτιάχνοντας τραγούδια και μουσική,
που τις συνοδεύουν ήχοι από πέρδικες, παγώνια και κούκους;
Θα εγκαταλείψεις αυτό το μέρος, που μοιάζει με πόλη των κιμνάρα;

"Εδώ υπάρχουν πολλά λουλούδια, γιασεμιά, μπλε λωτοί, κοραλλένιο γιασεμί και μανόλιες,
ευωδιαστές γιρλάντες με άπειρα υπέροχα άνθη.
Έχουμε τέλεια αρωματισμένα θυμιάματα από ξύλο μαύρης αλόης,
και έξοχες αρωματισμένες αλοιφές. Δεν τα βλέπεις αυτά;

"Εδώ έχεις την καλύτερη κουζίνα και τα καλύτερα πιάτα,
με τις εξαίσιες γεύσεις και τα εξαιρετικά αρώματα,
καθώς και τα πιο γλυκά αναψυκτικά.
Δεν τα βλέπεις Κύριέ μου; Που θα πας; [215]

"Τα ρούχα σου εδώ είναι αρωματισμένα με θερμά έλαια την κρύα εποχή,
ενώ τη θερμή εποχή με σανταλόξυλο.
Έχεις πανέμορφα υπέροχα μεταξωτά ρούχα;
Δεν τα βλέπεις Άρχοντά μου; Που θα πας;

" Εδώ οι πέντε απολαύσεις των αισθήσεων,
είναι τόσο θεσπέσιες όσο και οι απολαύσεις στα πεδία των θεών.
Έλα τώρα, απόλαυσέ τα με χαρά και ευδαιμονία!
Και μετά, Ευγενή Άρχοντα των Σάκυα, πας για απομόνωση στο δάσος!"

Ο Μποντισάτβα απάντησε:

" Τσάντα, αν και για αμέτρητα άπειρα κάλπα
απόλαυσα τις πολλές απολαύσεις των αισθήσεων ανθρώπων και θεών,
μορφές, ήχους, μυρωδιές, γεύσεις και αφές,
δεν μπόρεσα να ικανοποιηθώ!

"Έχω υπάρξει ο υπέρτατος πρίγκιπας, τόσο πλούσιος σε ισχύ!
Έχω υπάρξει παγκόσμιος μονάρχης κυβερνώντας τις τέσσερις ηπείρους.
Είχα στην κατοχή μου τους επτά θησαυρούς,
και έζησα μέσα στο χαρέμι.

"Κυβέρνησα το Πεδίο των Τριάντα Τριών και το Πεδίο που είναι Ελεύθερο από Διαμάχες,
άφησα αυτά τα πεδία και ήρθα εδώ.
Κατά το παρελθόν απήλαυσα τα πιο ιερά και έξοχα αντικείμενα
ανάμεσα στους θεούς των προβολών.

"Έχω υπάρξει Κύριος των δαιμόνων, ελέγχοντας τα πεδία των θεών,
απήλαυσα τις καλύτερες και πιο θεσπέσιες απολαύσεις των αισθήσεων,
αλλά ικανοποίηση δεν βρήκα.
Πως θα βρω ικανοποίηση τώρα ενδίδοντας σε κατώτερες απολαύσεις;
Αυτό αποκλείεται! [F.107.b]

"Επιπλέον Τσάντα, καταλαβαίνω πως ο κόσμος αυτός είναι δυστυχία.
Είναι πιασμένος μέσα στην κυκλική ύπαρξη.
Είναι μια έρημος δυστυχίας, γεμάτη μολύνσεις και αρνητικότητα,
όπου τα όντα διαρκώς παρασύρονται. [216]

"Χωρίς καταφύγιο ή σκοπό, τα όντα περιπλανιόνται στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης.
Υποφέρουν από τον τρόμο του γήρατος, της αρρώστιας και του θανάτου.
Χτυπιόνται από τα δεινά που συνοδεύουν τη γέννηση
και υποφέρουν από τις επιθέσεις των εχθρών.

"Γι αυτό θα συναρμολογήσω το καράβι του Ντάρμα
που έχει φτιαχτεί από το δυνατότερο ξύλο-
την γενναιοδωρία, την πειθαρχημένη συμπεριφορά, την υπομονή και τον ζήλο-
και είναι σταθερά ασφαλισμένο από το άφθαρτο, υπέρτατο κίνητρό μου.

"Είμαι αποφασισμένος να επιβιβαστώ στο πλοίο αυτό και να διασχίσω την κυκλική ύπαρξη.
Έπειτα θα μεταφέρω αμέτρητα όντα πέρα απ' τον ωκεανό αυτό,
αυτή τη θάλασσα πόνου που τόσο δύσκολα διασχίζεις, με τα κύματα του θυμού,
τα τέρατα του πάθους και τις καταιγίδες της εχθρότητας.

"Θα διασχίσω τον ωκεανό της ύπαρξης
που μαστίζεται από τα τέρατα των επιβλαβών θεωρήσεων και τους δαίμονες της συμφοράς.
Αφού μεταφέρω απέναντι τα αμέτρητα όντα,
θα τα εγκαταστήσω στην ευοίωνη στεγνή γη χωρίς γηρατειά και θάνατο."

Τότε ο Τσάντα που έκλαιγε ακόμα πιο δυνατά, είπε:" Κύριέ μου, η απόφασή σου είναι βέβαιη;"
Ο Μποντισάτβα απάντησε:

"Τσάντα, άκουσε αυτά για την απόφασή μου.
Θα αγωνιστώ για να ωφελήσω και να απελευθερώσω τα όντα!
Η απόφασή μου είναι σαν το βουνό: αμετάβλητη, αναλλοίωτη και σταθερή.
Όπως δύσκολα κινείται το Μερού, ο βασιλιάς των βουνών."

Ο Τσάντα τότε ρώτησε: "Πως μπορείς Άρχοντά μου να είσαι τόσο σίγουρος;"
Ο Μποντισάτβα απάντησε:

Ακόμα κι αν έπεφταν πάνω μου κεραυνοί και τσεκούρια, δόρατα και βέλη,
ακόμα κι αν έπεφτε στο κεφάλι μου λιωμένο σίδερο,
τόσο καυτό όσο ο κεραυνός ή μια έκρηξη ηφαιστείου,
δεν θ άθελα ποτέ ξανά να είμαι νοικοκύρης!" [217]

Τότε οι θεοί που παρακολουθούσαν από τον ουρανό, ζητωκραύγασαν και έριξαν βροχή λουλουδιών αναφωνώντας: [F.108.a]

"Είθε εσύ, που ο νους σου δεν προσκολλάται σε κανένα αντικείμενο
που έχεις συμπόνοια και αγάπη για τα όντα,
εσύ με την ύψιστη ευφυία να είσαι νικητής!
Είσαι ο προστάτης που προσφέρει αφοβία στα όντα.

"Όπως ο ουρανός δεν αγγίζεται από το σκοτάδι, τη σκόνη, τον καπνό ή τους κομήτες,
ο νους του Υπέρτατου Όντος παραμένει ανέγγιχτος.
Το Καθαρό Ον δεν μολύνεται από τα αντικείμενα της απόλαυσης,
όπως ο λωτός που προβάλλει από το νερό."

Όταν οι θεοί Σανταμάτι και Λαλιταβιούχα, μοναχοί, είδαν την αποφασιστικότητα του Μποντισάτβα, έριξαν ύπνο πάνω στους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά της πόλης Καπιλαβάστου. Έπεσε μια βαθιά ησυχία.
Τότε ο Μποντισάτβα είδε πως όλοι οι άνθρωποι στην πόλη είχαν κοιμηθεί, πως ήταν μεσάνυκτα και το φεγγάρι βρισκόταν στον αστερισμό Πύσυα, τον άρχοντα των αστερισμών. Έτσι κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να αφήσει το σπίτι του.
Είπε στον υπηρέτη του: "Τσάντα, μην με πιέζεις άλλο και χωρίς καθυστέρηση φέρε τον Καντάκα, το άλογό μου όμορφα στολισμένο."
Μόλις είπε αυτά τα λόγια ο Μποντισάτβα, οι τέσσερεις μεγάλοι βασιλείς άφησαν τις κατοικίες τους. Είχαν ακούσει τα λόγια του Μποντισάτβα και είχαν ετοιμάσει προσφορές γι αυτόν. Τώρα έσπευσαν προς τη πόλη Καπιλαβάστου.
Ο βασιλιάς των γκαντάρβα Ντρταράστρα ήρθε από την ανατολή μαζί με αρκετούς τρισ/μύρια κιμνάρας που έπαιζαν διάφορα όργανα και τραγουδούσαν. Όταν έφτασε ο βασιλιάς Ντρταράστρα άρχισε τις περιφορές γύρω από την πόλη Καπιλαβάστου. Σταματώντας στην ανατολή, από εκεί που κατέφτασε, απέδωσε τιμές στον Μποντισάτβα.
Ο μεγάλος βασιλιάς Βιρουντάκα ήρθε από τον νότο μαζί με αρκετά τρισ/μύρια κουμπάντας, που κρατούσαν στα χέρια τους διάφορα μαργαριταρένια περιδέραια. [218] Επιπλέον κρατούσαν διάφορα πολύτιμα πετράδια και βάζα γεμάτα με διάφορα αρώματα. [F.108.b] Όταν ο βασιλιάς Βιρουντάκα έφτασε στην πόλη, άρχισε κι αυτός τις περιφορές και σταματώντας στον νότο, από εκεί που κατέφτασε, απέδωσε τιμές στον Μποντισάτβα.
Ο μεγάλος βασιλιάς Βιρουμπάκσα ήρθε από τη δύση μαζί με αρκετά τρισ/μύρια νάγκαπου στα χέρια τους κρατούσαν περιδέραια από μαργαριτάρια και διάφορα είδη πολύτιμων λίθων. Έστειλαν ένα απαλό αεράκι από μια βροχή λουλουδιών και αρωματικές πούδρες που μοσχοβολούσαν. Όταν ο Βιρουμπάκσα έφτασε, έκανε επίσης περιφορές γύρω από την πόλη Καπιλαβάστου. Σταματώντας στη δύση, από εκεί που κατέφτασε, απέδωσε τιμές στον Μποντισάτβα.
Ο μεγάλος βασιλιάς Κουμπέρα ήρθε από τον βορρά με αρκετά τρισ/μύρια γιάκσα που κρατούσαν στα χέρια τους τα πολύτιμα πετράδια που ονομάζονται φεγγαρόφως starlight. Κρατούσαν ακόμα λάμπες λαδιού και αναμμένα φανάρια. Στα χέρια τους είχαν διάφορα όπλα, όπως τόξα και βέλη, σπαθιά, δόρατα και λόγχες με δυο και τρεις αιχμές, δίσκους και ακόντια και φορούσαν δυνατές πανοπλίες και κράνη. Όταν έφτασε ο Κουμπέρα, έκανε επίσης περιφορές γύρω από την πόλη Καπιλαβάστου. Σταματώντας στον βορρά, από εκεί που κατέφτασε, απέδωσε τιμές στον Μποντισάτβα.
Έπειτα ήρθε ο Σάκρα, ο βασιλιάς των θεών μαζί με τους θεούς από το Πεδίο των Τριάντα Τριών, κρατώντας θεϊκά λουλούδια, αρώματα, γιρλάντες, αλοιφές, αρωματισμένες πούδρες, ενδύματα, ομπρέλες, νικητήρια λάβαρα, σημαίες, σκουλαρίκια και κοσμήματα. Όταν έφτασε, άρχισε τις περιφορές της πόλης Καπιλαβάστου.
Έπειτα, τακτοποιήθηκε μαζί με την ακολουθία του στον ουρανό, στην ίδια κατεύθυνση απ' όπου έφτασε, και απέδωσε τιμές στον Μποντισάτβα. [F.109.a]
Όταν, μοναχοί, ο Τσάντα άκουσα τα λόγια του Μποντισάτβα, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και είπε: "Κύριέ μου, γνωρίζεις τον κατάλληλο χρόνο, την κατάλληλη στιγμή και την κατάλληλη περίσταση. Όμως αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή ούτε η περίσταση για να φύγεις. Γιατί λοιπόν με διατάζεις να φύγω;"
Ο Μποντισάτβα απάντησε: "Τσάντα η ώρα έχει έρθει." [219] Τότε ο Τσάντα ρώτησε: "Η ώρα για ποιο πράγμα Άρχοντά μου;" Ο Μποντισάτβα απάντησε:

"Πριν από πολύ καιρό, ενώ επιδίωκα να ωφελήσω τα όντα,
έκανα την ευχή να απελευθερώσω τον κόσμο
μόλις έφτανα στη κατάσταση της αφύπνισης πέρα από γηρατειά και θάνατο.
Τώρα ήρθε αυτή η ώρα."

Πάνω σ' αυτό το θέμα, λέγεται[7]:

Τη στιγμή που το Ανώτατο Ον αναχωρούσε,
οι θεοί αδημονούσαν να παρουσιάσουν τις προσφορές τους.
Είχαν έρθει όλοι οι θεοί του ουρανού και της γης,
όπως ο Σάκρα, ο αρχηγός των θεών, μαζί με την ακολουθία τους.

Οι θεοί του Πεδίου που είναι Ελεύθερο από Διαμάχη, του Πεδίου της Χαράς
και του Πεδίου που Απολαμβάνει να Προβάλλει/ Delighting in Emanations,
και οι θεοί του Πεδίου που Χρησιμοποιεί τις Προβολές των Άλλων είχαν έρθει.
Επίσης οι θεοί νάγκα Βαρούνα, Μανασβίν,
Αναβάπτα καθώς και ο Σαγκάρα.

Ήρθαν επίσης και οι θεοί του πεδίου της μορφής,
εκείνοι που βιώνουν α\συνεχώς τη γαλήνη της συγκέντρωσης.
Βιάζονταν να κάνουν προσφορές στο Υπέρτατο Ον,
που είναι άξιος προσφορών σε όλα τα τρία πεδία.

Και οι Μποντισάτβα επίσης, οι σύντροφοί του στις περασμένες δράσεις,
συγκεντρώθηκαν από τις δέκα κατευθύνσεις, λέγοντας:
"Αφήστε μας να δούμε την αναχώρηση του Νικητή
και να του κάνουμε προσφορές με τον πρέποντα τρόπο."

Το μεγάλο ον ο άρχοντας των γκουχιάκας,
ο Πραντιπταβάτζρα, τοποθετήθηκε στον ουρανό ψηλά.
Φορώντας πανοπλία, ήταν δυνατός, γενναίος και ενεργητικός,
κρατούσε ένα φωτοβόλο βάτζρα στο χέρι του.

Το Φεγγάρι και ο Ήλιος, οι δυο αυτοί θεοί,
ήρθαν κι έκατσαν δεξιά κι αριστερά του.
Ένωσαν τις παλάμες τους
και στοχάστηκαν την αναχώρηση του Μποντισάτβα.

Ο αστερισμός Πούσια μαζί με τη συνοδεία του,
μεταμόρφωσε το σώμα του με μεγαλόπρεπο τρόπο,
και στάθηκε μπροστά στο ευγενέστερο ον.
Με μια ευχάριστη φωνή, είπε: [F.109.b]

"Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να φύγω, τώρα που ο Πούσυα είναι παρών.
Σήμερα όλες οι ενάρετες και ευοίωνες προσευχές σου θα εκπληρωθούν.
Εγώ θα σε συνοδεύω.
Καθώς βάζεις τέλος στην επιθυμία, είθε να μην συναντήσεις κανένα εμπόδιο! [220]

"Ο θεός Σαντσοντάκα σε ενθάρρυνε.
Εκδήλωσε τη δύναμη και το θάρρος σου τώρα,
και απελευθέρωσε όλα τα όντα
που τα καταδυναστεύει η δυστυχία!
Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να φύγεις!"

Δισ/μύρια θεοί συγκεντρώθηκαν
και έκαναν να πέσει μια βροχή από μαγευτικά λουλούδια.
Ο Μποντισάτβα από την πλευρά του, έκατσε εκεί με τα πόδια του τέλεια διπλωμένα.
Κυκλωμένος από τους θεούς, ήταν πολύ όμορφος, ακτινοβόλος και μεγαλοπρεπής.

Στη πόλη, όλοι οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά
ένοιωσαν κουρασμένοι και έπεσαν για ύπνο αφήνοντας τις δουλειές τους.
Τα άλογα, οι ελέφαντες, τα βόδια, οι παπαγάλοι, οι γερανοί, τα παγώνια και οι μάινες
ένοιωσαν κούραση και αμέσως κοιμήθηκαν, χωρίς να αντιληφθούν κάτι.

Οπλισμένοι με σκληρά σαν βάτζρα δόρατα, πάνω στους ελέφαντες, στα άλογα και τα άρματα, οι νεαροί Σάκυα που φύλαγαν σκοπιά, κοιμήθηκαν κι αυτοί,
καθώς και ο βασιλιάς, οι πρίγκιπες και οι βασιλικοί υπηρέτες.
Η ακολουθία των γυναικών, εντελώς γυμνές κοιμόνταν αγνοώντας τα πάντα.

Όταν έγινε, μεσάνυκτα, ο Μποντισάτβα είπε στον Τσάντα
με σαγηνευτική φωνή σαν του Μπράχμα και γλυκιά σαν του αηδονιού:
"Τσάντα, φέρε μου τον Καντάκα περιποιημένο και στολισμένο.
Μην δημιουργείς εμπόδια ούτε να διστάζεις, αν έχεις την παραμικρή αγάπη για μένα."

Τα μάτια του Τσάντα γέμισαν δάκρυα καθώς είπε στον αφέντη του:
"Μεγάλε Αρματηλάτη, Που θα πας; Τι το θέλεις το άλογο;
Γνωρίζεις την κατάλληλη στιγμή και την ώρα κι αυτή δεν είναι η ώρα για να ασκηθείς στο Ντάρμα.
Οι πύλες είναι κλειστές κι ασφαλισμένες, ποιος θα σου τις ανοίξει;"

Τότε ο Σάκρα με τη δύναμη του νου του, άνοιξε τις πύλες.
Ο Τσάντα ενθουσιάστηκε με αυτό, όμως ήταν τόσο λυπημένος, έτοιμος να κλάψει. [221]
"Όχι, τι θα κάνω τώρα; Ποιος μπορεί να βοηθήσει; Σε ποιον να στραφώ; [F.110.a]
O Σάκρα θα άκουγε μόνο κάποιον με την ίδια ανίκητη δύναμη.

"Σε τι χρησιμεύει αυτός ο παντοδύναμος στρατός με τις τέσσερις μονάδες;
Ο βασιλιάς, οι πρίγκιπες, οι βασιλικοί υπηρέτες-κανείς τους δεν ξέρει τι ετοιμάζει ο Μποντισάτβα.
Η Γιασοβάτι και η συνοδεία γυναικών είναι στα κρεβάτια τους, νανουρισμένες από τους θεούς.
Ωιμέ! Φεύγει. Ο όρκος που έκανε στο παρελθόν τώρα εκπληρώνεται!"

Τότε, αμέτρητοι πανευτυχείς θεοί είπαν στον Τσάντα:
"Τσάντα φέρτου το έξοχο άλογο Καντάκα. Μην απογοητεύεις τον οδηγό μας.
Θεοί και ημίθεοι παίζουν με τα άπειρα τύμπανα και όργανα τους
όμως η έξοχη πόλη που οι θεοί κοίμισαν, δεν ξυπνά.

"Τσάντα, κοίτα στον καθαρό ουρανό το θεϊκό φως που λάμπει τόσο όμορφα:
Κοίτα τους αμέτρητους συγκεντρωμένους Μποντισάτβα που κάνουν προσφορές.
Κοίτα τον ένδοξο Σάκρα, τον σύζυγο της Σάτσι, που βρίσκεται στις πύλες με τον στρατό του.
Κοίτα τους θεούς, τους ημίθεους και τους κιμνάρας που βρίσκονται εδώ και κάνουν προσφορές!"

Ο Τσάντα άκουσε τους θεούς και είπε στο άλογο Καντάκα:
"Τώρα πρέπει να χλιμιντρίσεις, γιατί ο υπέρτατος αρματηλάτης των όντων, έρχεται!"
Έπειτα, στόλισε τις οπλές του αλόγου που είχαν το χρώμα του γιασεμιού, με χρυσό.
Λυπημένος και κλαίγοντας, έδωσε το άλογο σε Αυτός που Είναι Ωκεανός Ιδιοτήτων λέγοντας:

"Εσύ με τα ευγενή σημάδια που ωφελείς τους άλλους, πάρε το άλογο με την ενάρετη καταγωγή.
Είθε να εκπληρώσεις όλες οι ευχές του παρελθόντος! Πήγαινε σε παρακαλώ!
Είθε όλα τα εμπόδια να γαληνέψουν και να εκπληρωθεί πειθαρχημένη συμπεριφορά που επιθυμείς!
Είθε να δώσεις σε όλα τα όντα την ευτυχία, επαναγέννηση σε υψηλότερα πεδία και γαλήνη!" [222]

Όταν ο Μποντισάτβα σηκώθηκε από τη θέση του, η γη σείστηκε με έξι τρόπους.
Καβάλησε τον υπέρτατο βασιλιά των αλόγων που έμοιαζε με πανσέληνο.
Οι φύλακες, με τα χέρια τους που ήταν σαν λωτοί, σήκωσαν το υπέρτατο άλογο.
Ο Σάκρα και ο Μπράχμα πήγαιναν μπροστά δείχνοντας τον δρόμο.

 Από τον Μποντισάτβα βγήκε καθαρό και λαμπεερό φως που φώτισε όλη τη γη.
Τα κατώτερα πεδία γαλήνεψαν και όλα τα όντα ευτύχησαν και απαλλάχτηκαν από τις πέπλα. [F.110.b]
Έπεσε βροχή λουλουδιών, ακούστηκε ο ήχος από αμέτρητα όργανα και οι θεοί και οι ημίθεοι αγαλλίασαν.
Όλοι τους περιφέρθηκαν γύρω απ' την πόλη και έφυγαν γεμάτοι αγαλλίαση.

Καθώς έφευγε το Μεγάλο Ον, ήρθε η θεότητα της πόλης, γεμάτη θλίψη.
Με απογοήτευση και πόνο εμφανίστηκε μπροστά στον Μποντισάτβα και είπε στο πρόσωπο-λωτό του.
"Αν φύγεις, η πόλη θα διαταραχτεί και θα βυθιστεί στο σκοτάδι.
Αν εγκαταλείψεις απόψε το παλάτι σου, δεν θα υπάρχει πια για μένα ούτε χαρά ούτε ευτυχία.

"Δεν θα ξανακούσω το κελάηδημα των πουλιών,
ούτε τον γλυκό ήχο του φλάουτο από τα διαμερίσματα των γυναικών,
ούτε τον ήχο των τραγουδιών με τους ευοίωνους στίχους,
που Εσύ με την Άπειρη Φήμη, άκουγες μόλις ξυπνούσες.

"Δεν θα ξαναδώ τη συνάθροιση των θείων σίντα
να σου κάνουν προσφορές μέρα και νύκτα,
ούτε θα ξαναμυρίσω τα θεία αρώματα
αν εσύ, που κυριαρχείς στα συναισθήματα, εγκαταλείψεις σήμερα το παλάτι.

"Αν εγκαταλείψεις αυτό το παλάτι,
θα μοιάζει με μαραμένη και χρησιμοποιημένη γιρλάντα,
θα μοιάζει με άδεια σκηνή.
Όταν φύγεις, θα εξαφανιστεί κάθε μεγαλοπρέπεια και δόξα.

"Θα αφαιρέσεις την ζωτικότητα και τη δύναμη ολόκληρης της πόλης.
Δεν θα λάμπει από ομορφιά, θα είναι σαν άγονη γη.
Σήμερα διαψεύσθηκαν οι προφητείες των σοφών
πως θα γινόσουν παγκόσμιος μονάρχης στη γη.

"Η ισχύς των Σάκυα θα πάψει,
και η βασιλική διαδοχή θα διακοπή.
Οι ελπίδες της συνάθροισης των Σάκυα θα καταρρεύσουν
αν εσύ, μεγάλο δέντρο της αρετής, φύγεις. [223]

"Απροσμέτρητε, Αψεγάδιαστε Εσύ, άσε με να έρθω μαζί σου,
όπου κι αν επιθυμείς να πας.
Ωστόσο σε παρακαλώ, με αγάπη και συμπόνοια
δες για άλλη μια φορά αυτό το παλάτι!"

Ο Ευφυής κοίταξε προς το παλάτι
και με την πιο γλυκιά φωνή είπε:
"Μέχρις ότου βάλω ένα τέλος στη γέννηση και στο θάνατο,
δεν θα επιστρέψω στη πόλη Καπιλαβάστου.

"Μέχρις ότου πραγματώσω την πολύτιμη αφύπνιση,
το υπέρτατο επίπεδο της αθανασίας πέρα από γέννηση και θάνατο,
δεν θα ξανακοιτάξω το Καπιλαβάστου, [F.111.a]
είτε στέκομαι όρθιος, είτε είμαι καθιστός, ξαπλωμένος ή περπατάω."

Όταν ο Μποντισάτβα, ο Κύριος των Όντων έφυγε,
οι θεές που ταξίδεψαν στον ουρανό, ξεκίνησαν τα τραγούδια επαίνων:
"Είναι ο θαυμάσιος αποδέκτης προσφορών και ένα τεράστιο πεδίο αρετής,
το πεδίο για όσους επιθυμούν την αρετή και ο δότης του καρπού της αθανασίας.

"Από συμπόνια για τα όντα έχει εκαπιδευτεί για αμέτρητα κάλπα,
στη γενναιοδωρία, την αυτοσυγκράτηση και την αυτοκυριαρχία κι έτσι πραγμάτωσε την αφύπνιση.
Η πειθαρχία του είναι καθαρή, η συμπεριφορά του έξοχη και η άσκησή του αμείωτη.
Δεν κυνηγά τις απολαύσεις και τις χαρές, αλλά την observed πειθαρχία.

"Μιλά πάντα με υπομονή για να προστατεύει τους άλλους.
Ακόμα κι όταν τα άκρα του ήταν κομμένα, δεν είχε θυμό ούτε ήταν εχθρικός.
Είχε διαρκή ζήλο για εκατομμύρια κάλπα, ποτέ δεν απογοητευόταν.
Έτσι αφυπνίστηκε και έκανε εκατομμύρια θυσίες.

"Είναι σε συνεχή διαλογιστική συγκέντρωση και ο νους του είναι γαλήνιος και ισορροπημένος.
Επειδή αφάνισε όλα του τα συναισθήματα, θα ελευθερώσει αμέτρητα όντα.
Κατέχει την ανεμπόδιστη γνώση και είναι απαλλαγμένος από τη διανοητική σκέψη.
Με νου απαλλαγμένο από έννοιες, θα γίνει ο αυτοπροβαλλόμενος νικητής. [224]

"Ο νους του έχει πάντα ως επίχρισμα την αγάπη και η συμπόνοια του είναι πλήρης.
Κατέχει τη χαρά, την γαλήνη, τη συγκέντρωση και γνωρίζει τα τέσσερα απεριόριστα.
Είναι ο υπέρτατος θεός των θεών, άξιος λατρείας όλων των θεών.
Με τον αγνό, αψεγάδιαστο και ύψιστο νου του, έχει τελειοποιήσει εκατομμύρια ιδιότητες.

"Είναι το καταφύγιο των τρομαγμένων και η δάδα για τους τυφλούς.
Τόπος ανάπαυσης για όσους διώκονται και θεραπευτής για τους χρόνια πάσχοντες.
Είναι σαν βασιλιάς, φιλοδίκαιος βασιλιάς, σαν τον Σάκρα με τα χίλια μάτια,
σαν τον αυτοπροβαλλόμενο Μπράχμα, αγνός στο σώμα και στον νου.

"Είναι αμετακίνητος με πλούσια γνώση, ζήλο και αμεροληψία. [F.11.b]
Είναι ήρωας επειδή κατέστρεψε τις μολύνσεις, ανίκητος, κατακτά όλους τους εχθρούς.
Είναι ατρόμητος σαν το λιοντάρι και πράος σαν τον ελέφαντα.
Είναι ο αρχηγός του κοπαδιού σαν τον τέλειο ταύρο, πάντα υπομονετικός και χωρίς θυμό.

"Λάμπει σαν το φεγγάρι και φωτίζει σαν τον ήλιο.
Φέγγει σαν τη δάδα και λάμπει σαν το αστέρι.
Είναι αμόλυντος σαν το λωτό και η πειθαρχία του μοσχομυρίζει σαν το άνθος.
Ο δάσκαλος αυτός είναι αμετακίνητος σαν το όρος Μερού και παρέχει τροφή σαν τη γη.
Είναι ακλόνητος σαν τον ωκεανό.

"Νίκησε τον δαίμονα των μολύνσεων και τον δαίμονα των σκάντα.
Νίκησε τον δαίμονα του θανάτου και τον δαίμονα των θεών.
Είναι ο μεγάλος ηγέτης που σύντομα θα διδάξει το έξοχο, οκταπλό μονοπάτι των ευγενών,
σε όσους βρίσκονται σε λανθασμένες ατραπούς. [225]

"Απαλλαγμένος από το σκοτάδι της άγνοιας, καταστρέφει το γήρας, τον θάνατο και τις μολύνσεις.
Πρόκειται να γίνει ο αυτοπροβαλλόμενος νικητής, κι η φήμη του θα απλωθεί σε γη και ουρανούς.
Έχοντας τη μορφή ενός έξοχου όντος, έχει επαινεθεί με άπειρους τρόπους.
Είθε με την αρετή [που συσσωρεύεται] από τους επαίνους που σου κάνουμε,
να γίνουμε σαν κι εσένα, τον λέοντα του λόγου."

Μόλις, μοναχοί, ο Μποντισάτβα άφησε το σπίτι του, πέρασε από τις περιοχές των Σάκυα, των Κρόντυα και των Μάλλα. Όταν ξημέρωσε, βρισκόταν έξι λεύγες μακριά από την πόλη Ανουμαϊνέγυα της περιφέρειας Μαϊνέγυα. Εκεί κατέβηκε από το άλογό του τον Καντάκα και μόλις κατέβηκε, αποδέσμευσε τη μεγάλη συνέθροιση των θεών, των νάγκα, γιάκσα, ημιθέων, γκαρούντα, κιμνάρα και μαχοράγκα[8]. Ύστερα σκέφτηκε: "Θα αναθέσω τη φύλαξη του αλόγου και των στολιδιών στον Τσάντα και μετά θα τον στείλω πίσω."

Έτσι φώναξε τον Τσάντα και του είπε: " Τσάντα τώρα πρέπει να γυρίσεις πίσω. Πάρε αυτά τα στολίδια και τον Καντάκα, το άλογό μου και γύρνα στο παλάτι."
Στο σημείο που ο Τσάντα άφησε τον Μποντισάτβα για να γυρίσει σπίτι του, φτιάχτηκε αργότερα ένα μνημείο [F.112.a] Αυτό το μνημείο είναι ακόμα και σήμερα γνωστό ως η Επιστροφή του Τσάντα.
Έπειτα ο Μποντισάτβα σκέφτηκε: "Μ' αυτά τα μακριά μαλλιά δεν μπορώ να γίνω μοναχός. " Έτσι πήρε το σπαθί του, έκοψε τα μαλλιά του και τα σκόρπισε στον αέρα. Οι θεοί του Πεδίου των Τριάντα Τριών συγκέντρωσαν τα μαλλιά του [ως αντικείμενο] λατρείας. Ακόμα και σήμερα, οι θεοί του Πεδίου των Τριάντα Τριών γιορτάζουν το γεγονός αυτό στο Φεστιβάλ των Μαλλιών [Hair Festival]. Στο ίδιο μέρος φτιάχτηκε κι ένα άλλο μνημείο που και στις μέρες μας είναι γνωστό με το όνομα Αποδεικτικό των Μαλλιών [Receipt of the Hair].
Ο Μποντισάτβα σκέφτηκε: "Αφού πρόκειται να γίνω μοναχός, δεν είναι σωστό να φορώ αυτά τα μεταξωτά ενδύματα. Γι αυτό καλό θα ήταν να έβρισκα τα κατάλληλα ρούχα για να μείνω στο δάσος." [226]
Τότε οι θεοί των καθαρών πεδίων σκέφτηκαν: "Ο Μποντισάτβα χρειάζεται τα πορτοκαλί ράσα." Αμέσως, ένας θεός έφυγε και πρόβαλλε μπροστά στον Μποντισάτβα με τη μορφή ενός κυνηγού που φόραγε πορτοκαλί ρουχισμό.
Ο Μποντισάτβα ρώτησε τον θεό: Φίλες μου, μπορείς να μου δώσεις τα πορτοκαλί σου ρούχα; Κι εγώ θα σου δώσω τα μεταξωτά μου ενδύματα."
Ο θεός απάντησε: "Τα ρούχα που φοράς σου πάνε κι εγώ είμαι ευχαριστημένος με αυτά που φορώ."
Ο Μποντισάτβα όμως επέμενε: "Σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ."
Ο θεός με τη μορφή του κυνηγού, έδωσε τότε τα πορτοκαλί του ρούχα στον Μποντισάτβα, ενώ ο ίδιος πήρε τα μεταξωτά του. Επειδή ο θεός είχε μεγάλη πίστη στον Μποντισάτβα, ακούμπησε τα ενδύματά του στην κορφή της κεφαλής του, κρατώντας τα και με τα δυό του χέρια. Έπειτα επέστρεψε στο ουράνιο πεδίο του για να κάνει προσφορές και να τιμήσει εκεί τα ενδύματα. Ο Τσάντα, υπήρξε μάρτυρας αυτής της ανταλλαγής και αργότερα στο σημείο φτιάχτηκε ένα μνημείο. Αυτό το μνημείο είναι ακόμα γνωστό με το όνομα Μνημείο για την Παραλαβή των Πορτοκαλί Ρούχων. [F.112.b]
Τη στιγμή που ο Μποντισάτβα έκοψε τα μαλλιά του και έβαλε τα πορτοκαλί, εκατό χιλιάδες θεοί ένοιωσαν χαρά, ευχαρίστηση και ενθουσιασμό. Με χαρά και αγαλλίαση έβγαλαν κραυγές χαράς και αναφώνησαν:
Φίλοι, ο Πρίγκηπας Σιντάρτα άφησε το σπίτι του. Φίλοι, ο Πρίγκηπας Σιντάρτα έγινε μοναχός! Θα αφυπνιστεί στην απαράμιλλη, τέλεια και ολοκληρωμένη φώτιση και θα στρέψει τον τροχό του Ντάρμα. Θα απελευθερώσει από την γέννηση αμέτρητα όντα που έχουν γεννηθεί. Έπειτα θα τα απελευθερώσει από τα γηρατειά, τον θάνατο, την αρρώστια, τον πόνο, τον θρήνο, τη δυστυχία, την θλίψη και την αγωνία και θα τα μεταφέρει στην άλλη όχθη του ωκεανού της σαμσάρα. Θα τα εγκαταστήσει στο πεδίο των φαινομένων [νταρμαντάτου, βουδική φύση]που έχει ευδαιμονία, γαλήνη, αθανασία, δεν έχει φόβο, βάσανα, πόνο και πέπλα."
Αυτά τα λόγια χαράς, ευχαρίστησης και αγαλλίασης αντήχησαν μέχρι τα πιο Ανώτερα Πεδία.
Όταν οι γυναίκες του χαρεμιού δεν είδαν τον νεαρό Πρίγκηπα, άρχισαν να τον αναζητούν στα ανοιξιάτικα, καλοκαιρινά και χειμερινά παλάτια, στα ιδιωτικά του διαμερίσματα και τα δωμάτια. Μη μπορώντας να τον βρουν πουθενά, άρχισαν να κλαίνε σαν τους ψαραετούς. Οι γυναίκες ήταν πολύ λυπημένες και μερικές φώναζαν, "Γιέ μου" άλλες "Αδελφέ μου" , 'Άτνρα μου", "Άρχοντά μου", 'Κύριέ μου". Κάποιες ψέλλιζαν τρυφερά λόγια, ενώ άλλες σύστρεφαν το σώμα τους με διάφορους τρόπους και έκλαιγαν. Κάποιες τραβούσαν τα μαλλιά τους, ενώ μερικές άλλες, βλέποντας η μία την άλλη, έκλαιγαν με αναφιλητά.
Σε κάποιες τα μάτια τους είχαν γυρίσει ενώ έκλαιγαν ενώ άλλες έκλαιγαν σκουπίζοντας τα δάκρυά τους στα ρούχα τους. Κάποιες χτυπούσαν τους γοφούς τους και άλλες το στήθος τους.
Κάποιες χτυπούσαν τα μπράτσα με τα χέρια τους και άλλες χτυπούσαν το κεφάλι τους. [F.113.a] Κάποιες έριχναν στο κεφάλι τους χώμα και έκλαιγαν γοερά. Άλλες χαλούσαν την κόμμωσή τους ενώ κάποιες τα ξερίζωναν. Κάποιες σήκωναν τα χέρια τους και θρηνούσαν δυνατά. Κάποιες άλλες έκλαιγαν και έτρεχαν με το κεφάλι κάτω, σαν τις γαζέλες που έχουν τρυπήσει θανατηφόρα βέλη. Μερικές απ' αυτές έτρεμαν σαν τη μπανανιά από τον αέρα και έκλαιγαν σπασμωδικά. Άλλες έπεφταν στο πάτωμα σαν να ήταν έτοιμες να πεθάνουν, ενώ άλλες σπαρταρούσαν στο πάτωμα κι έκλαιγαν, σαν το ψάρι έξω απ' το νερό. Άλλες κατέρρεαν ξαφνικά σαν το δέντρο που κόβεται από την ρίζα του κι έκλαιγαν.
Όταν ο βασιλιάς άκουσε το θόρυβο ρώτησε κάποιους Σάκυα: ¨Τι είναι ο θόρυβος αυτός που έρχεται από τα διαμερίσματα των γυναικών;"
Οι Σάκυα ερεύνησαν το θέμα και του απάντησαν: "Μεγαλειότατε, ο νεαρός πρίγκηπας [228] δεν βρίσκεται στα διαμερίσματα των γυναικών."
Ο βασιλιάς τότε πρόσταξε: "Γρήγορα, κλείστε τις πύλες της πόλης! Ας αναζητήσουμε τον πρίγκηπα μέσα από τις πύλες! Ο Πρίγκηπας όμως δεν βρισκόταν πουθενά, ούτε μέσα ούτε έξω από τις πύλες.
Η Μαχαπρατζαπάτι Γκαουτάμι κατέρρευσε θρηνώντας και είπε στον βασιλιά Σουντοντάνα: "Μεγαλειότατε, φέρε τον γιο μου πίσω γρήγορα."
Ο βασιλιάς τότε έστειλε τέσσερις αγγελιοφόρους στις τέσσερις κατευθύνσεις με τη διαταγή να μην γυρίσουν πίσω μέχρι να βρουν τον Πρίγκηπα!
Επειδή εκείνοι που λένε το μέλλον και διαβάζουν τα σημάδια, είχαν προφητέψει πως ο Μποντισάτβα θα φύγει από την Πύλη της Ευνοϊκότητας, οι αγγελιαφόροι πήγαν σ' αυτή την πύλη. Εκεί είδαν, πως στον δρόμο είχε πέσει μια βροχή λουλουδιών και σκέφτηκαν πως από εκεί έφυγε.
Ταξιδεύοντας λίγο πιο μακριά, συνάντησαν τον θεό που κουβαλούσε τα μεταξωτά ενδύματα του Μποντισάτβα στο κεφάλι του. Και σκέφτηκαν πως, "Αυτά είναι τα μεταξωτά ρούχα του Πρίγκηπα. Μήπως τον σκότωσαν για να του τα πάρουν; Πιάστε τον!"
Όμως τότε είδαν και τον Τσάντα που ερχόταν πίσω από τον θεό, με το Καντάκα και τα κοσμήματα του Μποντισάτβα. [F.113.b] "Να και ο Τσάντα με τον Καντάκα, ας μην βιαστούμε τότε κι ας τον ανακρίνουμε πρώτα."
Έτσι τον ρώτησαν: "Τσάντα, μήπως αυτός ο άντρας σκότωσε τον Πρίγκηπα για να του πάρει τα μεταξωτά του ρούχα;" [229]
Ο Τσάντα απάντησε: "Όχι. Αυτός ο άνθρωπος πρόσφερε τα πορτοκαλί του ρούχα στον Πρίγκηπα κι εκείνος του έδωσε τα μεταξωτά του. Αυτός ο θεός τότε, έβαλε τα ενδύματα στη κορφή της κεφαλής του και επέστρεψε στο ουράνιο πεδίο του για να τα τιμήσει."
Οι άντρες ρώτησαν τον Τσάντα: "Τι πιστεύεις Τσάντα; Πρέπει να αναζητήσουμε τον Πρίγκηπα, θα μπορέσουμε να τον πείσουμε να επιστρέψει;"
Ο Τσάντα απάντησε: "Όχι, δεν μπορέσετε. Ο νεαρός πρίγκιπας έχει μεγάλο ζήλο, πειθαρχία και σταθερότητα. Είπε πως δεν θα ξαναμπεί στην πόλη Καπιλαβάστου αν δεν φτάσει πρώτα στην τέλεια και ολοκληρωμένη φώτιση. Δεν θα επιστρέψει μαζί σας. Αυτό που είπε ο Πρίγκηπας πως θα συμβεί, αυτό και θα συμβεί. Γιατί δεν θα επιστρέψει; Επειδή έχει ενθουσιασμό, πειθαρχία και σταθερότητα."
Έπειτα ο Τσάντα πήρε τον Καντάκα το άλογο και τα κοσμήματα και πήγε στα εσωτερικά καταλύματα. Τρεις νεαροί Σάκυα, ο Μπαντρίκα, ο Μαχανάμα και ο Ανιρούντα, πολύ καιρό προσπαθούσαν να σηκώσουν αυτά τα κοσμήματα, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί ήταν φτιαγμένα για κάποιον με το δυνατό σώμα του Ναραγιάνα γι αυτό κανείς άλλος δεν μπορούσε να τα φορέσει.
Όταν η Μαχαπρατζαπάτι Γκαουτάμι είδε πως κανείς δεν μπορούσε να μετακινήσει τα κοσμήματα, σκέφτηκε: "Η καρδιά μου σκίζεται βλέποντας τα κοσμήματα του να κείτονται εκεί. Γι αυτό νομίζω πως καλύτερα να τα ρίξουμε στην λίμνη." Έτσι έριξαν τα κοσμήματα στη λίμνη που μέχρι σήμερα ονομάζεται η Λίμνη των Κοσμημάτων.

Πάνω σ' αυτό το θέμα έχει ειπωθεί:

Όταν ο σοφός και θαρραλέος Μποντισάτβα έφυγε απ' το σπίτι του,
όλη η πόλη Καπιλαβάστου ξύπνησε. [230]
Όλοι νόμιζαν πως ο νεαρός πρίγκηπας κοιμόταν ακόμα στο κρεββάτι του. [F.114.a]
Βλέποντας ο ένας τον άλλον, ευχαριστήθηκαν.

Όταν η Γκόπα και οι γυναίκες ξύπνησαν,
έψαξαν τον Μποντισάτβα στο κρεββάτι του, αλλά δεν τον βρήκαν.
Οι φωνές τους έφτασαν στα διαμερίσματα του βασιλιά:
"Ωιμέ, μας ξεγέλασαν! Που πήγε ο Μποντισάτβα;"

Ο βασιλιάς κατέρρευσε μόλις το άκουσε.
Έκλαιγε και φώναζε: "Όχι, το μοναχοπαίδι μου!"
Πολλοί Σάκυα προσπάθησαν να τον συνεφέρουν,
καθώς κείτονταν ακίνητος, ρίχνοντας του νερό από τα βάζα.

Κι η Γκόπα έπεσε στο πάτωμα απ' το κρεββάτι της.
Έκοψε τα μαλλιά της και έβγαλε τα στολίδια της.
Αναφώνησε: "Πολύ γρήγορα αποχωριζόμαστε αυτούς που αγαπάμε
Ο Οδηγός των Όντων μου το είχε πει, μου το είχε κάνει ξεκάθαρο.

"Η μορφή σου είναι τόσο όμορφη, τα άψογα άκρα σου είναι τέλεια.
Είσαι τόσο ευφυής και αγνός, όλα τα όντα σ' αγαπούνε.
Σε τιμούν σε ουρανό και γη και σε δοξάζουν εσένα που φέρνεις καλοτυχία.
Όταν άφησες το κρεββάτι μου, που πήγες;

Μέχρι να ξαναδώ τον Μποντισάτβα με τις καλές του ιδιότητες,
δεν θα ξαναπιώ νερό, ούτε υδρόμελι ούτε λικέρ.
Θα κοιμάμαι στο πάτωμα και τα μπλεγμένα μου μαλλιά θα τα σηκώσω σε κότσο.
Δεν θα πλένομαι, αλλά θα ασκηθώ στην πειθαρχημένη συμπεριφορά και τις στερήσεις. [231]

"Στα πάρκα, όλα τα φύλλα, τα άνθη και οι καρποί έχουν πέσει.
Τα λαμπερά άσπρα περιδέραια από μαργαριτάρια, ξεθώριασαν και μαζεύουν σκόνη.
Επειδή το πιο ευγενές ον άφησε αυτήν την όμορφη πόλη,
το παλάτι έχασε την ομορφιά του και η πόλη έγινε σαν την έρημο!

"Ωιμέ, τις απολαυστικές φωνές που τραγουδούν:
Ωιμέ, την ομάδα των γυναικών με τα υπέροχα κοσμήματα!
Ωιμέ, τους χώρους που είναι καλυμμένοι με τα χρυσά δίχτυα!
Δεν θα τα ξαναδώ όλα αυτά χωρίς εκείνον που είναι γεμάτος ιδιότητες."

Η θεία που κι αυτή ήταν δυστυχισμένη,
προσπάθησε να την παρηγορήσει λέγοντας: "Μην κλαις κόρη των Σάκυα.
Ο ανώτερος μεταξύ των ευγενών είχε πει στο παρελθόν:
'Θα απελευθερώσω τον κόσμο από τη γέννηση και τα γηρατειά.'"

Ο Μεγάλος Σοφός που είχε εκπαιδευτεί καλά σε χιλιάδες αρετές,
ταξίδεψε για έξι λεύγες κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου της νύχτας.
Έδωσε τα όμορφα κοσμήματα και το άλογό του στον Τσάντα λέγοντας: [F.114.b]
Τσάντα πάρτε τα και πήγαινε στην πόλη Καπιλαβάστου!

"Επανέλαβε τα εξής στους γονείς μου:
'Ο νεαρός πρίγκηπας έφυγε. Σας παρακαλώ μη θλίβεστε!
Όταν επιτύχει τη φώτιση θα γυρίσει.
Τότε θα ακούσετε το Ντάρμα και θα βρείτε την γαλήνη.'"

Ο Τσάντα άρχισε να κλαίει και είπε πάλι στον Οδηγό: [232]
"Οι συγγενείς σου, οι καλύτεροι των ανθρώπων, μπορεί να με χτυπήσουν και να ρωτήσουν
'Που πήγες τον ενάρετο Μποντισάτβα, Τσάντα;'
Αλλά εγώ δεν έχω την ικανότητα, το σθένος και τη δύναμη."

Ο Μποντισάτβα απάντησε: "Τσάντα μη φοβάσαι.
Οι συγγενείς μου θα χαρούν που θα σε ξαναδούν.
Σε θεωρούν δάσκαλό τους
και σ' αγαπούν όπως αγαπούν κι εμένα."

Έχοντας το καλύτερο των αλόγων και τα κοσμήματα,
ο Τσάντα επέστρεψε στο πάρκο του ευγενέστερου μεταξύ των ανθρώπων.
Ο φύλακας του πάρκου, χάρηκε πολύ που τον είδε,
και γρήγορα μετέφερε τα ευχάριστα νέα στους Σάκυας:

Ο Πρίγκηπας, το ευγενές άλογο και ο Τσάντα,
επέστρεψαν στο πάρκο, γι αυτό μην ανησυχείτε άλλο."
Όταν ο βασιλιάς, που περιβαλλόταν από την ακολουθία των Σάκυα, το άκουσε,
ενθουσιάστηκε και γρήγορα πήγε στο πάρκο.

Η Γκόπα όμως, που γνώριζε την εξυπνάδα και την σταθερότητα του Μποντισάτβα,
δεν ενθουσιάστηκε, ούτε εμπιστεύτηκε αυτές τις κουβέντες. Σκέφτηκε πως:
Είναι λάθος να θεωρούμε πως ο Μποντισάτβα επέστρεψε
πριν φτάσει στη φώτιση."

Όταν ο βασιλιάς είδε μόνο το άλογο Καντάκα και τον Τσάντα,
αναφώνησε και έπεσε κάτω:
"Ωιμέ, γιε μου, εσύ που έχεις ταλέντο στη μουσική και το τραγούδι,
που πήγες κι εγκατέλειψες το βασίλειο αυτό; [233]

"Εξήγησέ μου τώρα στ' αλήθεια Τσάντα
που πήγε ο Μποντισάτβα και τι σχέδια έχει;
Ποιος του άνοιξε την πύλη και ποιος τον άφησε να φύγει;
Πως κάναν προσφορές οι θεοί σ' αυτόν;"

Ο Τσάντα απάντησε, "Άκουσέ με παντοδύναμε βασιλιά.
Τη νύχτα, όταν οι νέοι και οι γέροντες της πόλης κοιμόνταν βαθιά,
ο Μποντισάτβα μου είπε με την απαλή κι ευγενική φωνή του, [F.115.a]
'Τσάντα, φέρε μου γρήγορα τον βασιλιά των αλόγων.'

"Προσπάθησα να ξυπνήσω τη συνοδεία των αντρών και γυναικών,
όμως κοιμόνταν πολύ βαθιά και δεν άκουσαν τα λόγια μου.
Κλαίγοντας του πήγα των βασιλιά όλων των αλόγων.
του είπα: 'Ευεργέτη των Όντων, πήγαινε όπου αγαπάς.'

" Ο Σάκρα άνοιξε τις πύλες που κλειστές  με κλειδαριά.
Οι φύλακες του κόσμου κράτησαν σφιχτά τα πόδια του
κι όταν ο ήρωας καβάλησε το άλογο, ο τρισχιλιόκοσμος σείστηκε.
Κι ο δρόμος που ταξίδεψε στον ουρανό, ήταν πολύ φαρδύς.

"Ένα λαμπρό φως εμφανίστηκε που έδιωξε το κατάμαυρο σκοτάδι.
Έπεσαν άνθη κι ακούστηκε ο ήχος από εκατοντάδες μουσικά όργανα.
Οι θεοί και οι θεές του πρόσφεραν επαίνους
καθώς διέσχιζε τον ουρανό περιβαλλόμενος από ουράνια συνοδεία."

Έπειτα ο Τσάντα πήρε το ευγενές άλογο και τα κορ\σμήματα μαζί του
και πήγε κλαίγοντας στα γυναικεία διαμερίσματα. [234]
Όταν η Γκόπα είδε τον Τσάντα και το ευγενές άλογο,
λιποθύμησε και έπεσε στο έδαφος.

Τρομαγμένες οι γυναίκες
έφεραν νερό, την έπλυναν και αναφώνησαν:
"Είθε η Σάκυα πριγκίπισσα μας να μην πεθάνει τώρα!
Θα είναι πολύ οδυνηρό να χάσουμε δυο αγαπημένα μας πρόσωπα!"

Η αποκαρδιωμένη πριγκίπισσα των Σάκυα μάζεψε τη δύναμή της
και αγκάλιασε τον λαιμό του βασιλιά των αλόγων.
Θυμούμενη τα παιγνίδια της αγάπης του παρελθόντος
κατακλύστηκε από θλίψη και φώναξε:

"Ωιμέ, μου έδωσες χαρά!
Ωιμέ, ευγενή άντρα με πρόσωπο σαν το αψεγάδιαστο φεγγάρι!
Ωιμέ, εσύ ο πιο ευγενής μεταξύ των ανθρώπων!
Ωιμέ, εσύ με τα εξαιρετικά γνωρίσματα, άψογε και υπέροχε!

"Ωιμέ, εσύ από καλή οικογένεια και με τέλειο σώμα,
που είναι καλοσχηματισμένο και εκλεπτυσμένο, είσαι απαράμιλλος.
Ωιμέ, κύριέ μου με τις έξοχες ιδιότητες,
που είσαι γεμάτος με συμπόνοια και τιμάσαι από θεούς και ανθρώπους.

"Ωιμέ, παντοδύναμε άντρα μου, είσαι σαν τον Ναραγιάνα δυνατός,
και κατακτάς τις ορδές των δαιμόνων.
Ωιμέ, ευγενική μου αγάπη, η φωνή σου είναι γλυκιά σαν του Μπράχμα
κι απαλή σαν τη φωνή του αηδονιού. [F.115.b]

"Ωιμέ, άντρα μου έχεις αμέτρητη φήμη,
πρόβαλλες από εκατοντάδες αρετές κι έχεις άψογα προτερήματα!
Ωιμέ, είσαι η αγάπη μου κι η δόξα σου δεν έχει όρια!
Σε κοσμούν καλές ιδιότητες και ευχαριστείς τους σοφούς!

"Ωιμέ, όμορφη αγάπη μου, που γεννήθηκες στο έξοχο δάσος του Λουμπίνι,
που αντηχεί απ' το βουητό των μελισσών.
Ωιμέ, αγαπημένε μου, είσαι ξακουστός σε γη και ουρανό
είσαι το σεβαστό δέντρο της σοφίας.

"Ωιμέ, γλυκέ στη γεύση άντρα μου, τα χείλη σου είναι σαν το φρούτο μπίμπα,
τα μάτια σου σαν τους λωτούς και το δέρμα σου έχει χρυσή αύρα.
Ωιμέ, αγαπημένε μου με τα τέλεια δόντια,
είναι κάτασπρα σαν το γάλα της αγελάδας ή σαν του χιονιού. [235]

"Ωιμέ, αγαπημένε μου έχεις όμορφη μύτη, όμορφα φρύδια,
και μια ακηλίδωτη κατσαρή τρίχα ανάμεσα στα φρύδια σου.
Ωιμέ, αγαπημένε μου, οι ώμοι σου είναι καλοσχηματισμένοι,
έχεις μέση σαν του τόξου, πόδια σαν του ελαφιού και στρογγυλεμένους γοφούς.

"Ωιμέ, ο άντρας μου έχει μηρούς σαν την προβοσκίδα του ελέφαντα,
απαλά χέρια και πόδια και νύχια στο χρώμα του χαλκού.
Όλα αυτά τα όμορφα χαρακτηριστικά έγιναν από την αρετή σου
και ευχαρίστησαν τον βασιλιά.

"Ωιμέ, ήσουν μελωδικό τραγούδι και μουσική
και άρωμα από υπέροχα λουλούδια στης καλύτερης εποχής.
Ωιμέ, για μένα ήσουν το άρωμα των λουλουδιών
κι έφερνες ευχαρίστηση στην συνοδεία των γυναικών με το τραγούδι και την μουσική.

"Ωιμέ, όμορφε Καντάκα σύντροφε του άντρα μου!
Που τον πήγες;
Ωιμέ, Τσάντα δεν έχεις καθόλου έλεος;
Γιατί δεν μας ξύπνησες όταν ο άριστος των ανθρώπων έφευγε;

"Σήμερα ο ελεήμων οδηγός
εκείνων που θέλουν καθοδήγηση άφησε την ευγενή πόλη.
Γιατί δεν μας είπες
πως ο ευεργέτης μας έφευγε;

"Πως έφυγε ο ευεργέτης μας;
Και ποιοι τον βοήθησαν να δραπετεύσει από την πρωτεύουσα;
Σε ποια κατεύθυνση πήγε;
Τυχερές είναι οι θεότητες των δασών που τώρα τον συντροφεύουν.

"Τσάντα, είμαι δυστυχισμένη γιατί είχα δει έναν θησαυρό.
Τώρα όμως, αφού νοιώθω σαν να έχουν βγει τα μάτια μου, φτιάξε την όρασή μου!
Τσάντα, οι νικητές διδάσκουν
πως οι γονείς μας πρέπει να τιμώνται .

"Αφού τους εγκατέλειψε, δεν χρειάζεται να πω
πως θα εγκατέλειπε τις απολαύσεις της αγάπης με τη γυναίκα!
Ωιμέ, ο αποχωρισμός από εκείνους που αγαπάμε
είναι σαν να βλέπεις ένα έργο-τίποτα δεν διαρκεί! [F.116.a]

"Επειδή προσκολλιούνται στις αντιλήψεις, τα ανόητα όντα έχουν λανθασμένες θεωρήσεις.
Αυτός είναι ο λόγος που γεννιούνται και πεθαίνουν.
Στο παρελθόν δίδαξε πως όλοι εκείνοι που διέπονται από τη γέννηση και τον θάνατο
δεν έχουν κανέναν φίλο.

"Γι αυτό είθε οι ευχές του να εκπληρωθούν και είθε
να επιτύχει την ύψιστη και ευγενή φώτιση κάτω από το άριστο δέντρο.
Αφού πραγματώσει την άψογη φώτιση,
είθε να επιστρέψει στην ευγενή πόλη!"

Όταν άκουσε τα λόγια την Γκόπα,
ο Τσάντα ένοιωσε δυστυχία.
Είπε με φωνή που πνιγόταν από τα δάκρυα:
"Γκόπα άκουσέ με. [236]

"Γύρω στα μεσάνυκτα, όταν όλες οι κυρίες
κοιμόνταν βαθιά, μου είπε μυστικά
Αυτός με τις Εκατοντάδες Αρετές,
να φέρω το άλογό του τον Καντάκα.

"Όταν άκουσα τα λόγια του,
κοίταξα αμέσως εσένα που κοιμόσουν στο κρεββάτι σου,
και σου φώναξα δυνατά Γκόπα,
'Ο αγαπημένος σου θα φύγει, σήκω πάνω!'

"Οι θεοί όμως σταμάτησαν τα λόγια μου
κι έτσι ούτε μια από τις γυναίκες δεν ξύπνησε.
Κλαίγοντας, στόλισα τον βασιλιά των αλόγων
και τον παρέδωσα στον ανώτερο όλων των ανθρώπων.

"Ο Καντάκα τότε χλιμίντρισε με τη δυνατή του ενέργεια,
όμως, αν και ο ήχος ακούστηκε ένα μίλι μακριά,
κανείς από την πόλη δεν τον άκουσε,
γιατί οι θεοί τους είχαν νανουρίσει όλους.

"Καθώς οι οπλές του Καντάκα-που είναι σκεπασμένες
από χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες-χτύπησαν το έδαφος,
στον ουρανό ψηλά, δέκα εκατομμύρια θεοί ένωσαν τα χέρια τους
και υποκλίθηκαν προσφέροντας προστερνισμούς.

"Με τη συνοδεία των γιάκσα και ράκσασα
οι τέσσερις προστάτες του κόσμου με τις μεγάλες μαγικές τους δυνάμεις,
σήκωσαν τις οπλές του Καντάκα, στα χέρια τους
που ήταν αμόλυντες και καθαρές σαν τους ανθήρες των λωτών.

"Ο Κύριος με τις εκατοντάδες αρετές
ανυψώθηκε και καβάλησε το άλογο, έμοιαζαν με κόκκινο λωτό και άνθος γιασεμιού. [F.116.b]
Τότε η γη σείστηκε με έξι διαφορετικούς τρόπους,
και τα βουδικά πεδία διαπέρασε αμόλυντο φως.

"Τότε ο θεός Σάκρα, ο σύντροφος της Σάτσι,
και άρχοντας όλων των θεών, άνοιξε τις πύλες.
Μπροστά από τον Μποντισάτβα προπορεύτηκαν εκατό εκ/μύρια θεοί,
οι νάγκα κι οι θεοί του πρόσφεραν τον σεβασμό τους καθώς έφευγε.

"Ο ευγενής Καντάκα, μ' ένα απλό νεύμα
μετέφερε τον προστάτη του κόσμου στον ουρανό.
Ο Σάκρα, οι θεοί και οι ημίθεοι συνόδεψαν
αυτόν που  Έφτασε στην Ευδαιμονία καθώς έφευγε.

"Οι θεές που ήταν πολύ επιδέξιες στη μουσική
επαίνεσαν τις αρετές του Μποντισάτβα.
Όλοι δυνάμωσαν τον Καντάκα
καθώς του τραγουδούσαν με τον πιο συγκινητικό και ευχάριστο τρόπο: [237]

"'Καντάκα κουβάλα τον οδηγό του κόσμου!
Νάσαι γρήγορος και μη λυπάσαι!
Βοηθώντας τον προστάτη του κόσμου, απελευθερώνεσαι από τους κινδύνους
των κατωτέρων πεδίων και τις δύσκολες επαναγεννήσεις.'

"Καθένας από τους θεούς εξέφρασε αυτή την επιθυμία, λέγοντας:
'Θέλω κι εγώ να κουβαλήσω τον οδηγό του κόσμου.'
Δεν υπήρχε μέρος που να μην πάτησαν
οι αμέτρητοι θεοί, που είπαν:

"'Καντάκα, κοίταξε το μονοπάτι που ετοιμάσαμε για σένα στον ουρανό!
Είναι τόσο λαμπρό και όμορφο.
Έχει πεζούλια στολισμένα με διάφορους τρόπους απο πολύτιμα πετράδια
και είναι μυρωμένο με θεϊκά αρώματα φτιαγμένα από εξαίσιες ουσίες.

"'Καντάκα, εξ αιτίας των ενάρετων πράξεων σου
θα γεννηθείς με μαγικό τρόπο στο Πεδίο των Τριάντα Τριών.
Θεές θα σε περιβάλλουν και θα σε φροντίζουν
κι εσύ θα απολαμβάνεις τις θείες απολαύσεις των αισθήσεων.'

"Γκόπα, μη χύνεις άλλα δάκρυα!
Να είσαι χαρούμενη και ευτυχισμένη!
Σύντομα θα γίνεις μάρτυρας της φώτισης του άριστου μεταξύ των ανθρώπων.
Θα δεις να τον τιμούν και να τον υπηρετούν οι αθάνατοι.

"Γκόπα, δεν πρέπει να κλαίμε
όταν κάποιοι επιτελούν τέτοιους άθλους!
Να χαίρεσαι για Αυτόν που Έχει Εκατοντάδες Μεγαλεία και Αρετές
και μην κλαίς άλλο πια!

"Γκόπα, ακόμα κι αν μιλούσα για επτά ημέρες
για τις προσφορές που έκαναν άνθρωποι και θεοί
όταν ο δικός μας Βασιλιάς έφυγε από το σπίτι του,
δεν θα μπορούσα να τις καλύψω όλες. [F.117.a]

"Έχεις τιμήσει και υπηρετήσει
Εκείνον που Ωφελεί τα Όντα.
Γι αυτό θα επιτύχεις υπέρτατη και ασύλληπτη πραγμάτωση.
Πιστεύω πως θα γίνεις σαν κι Αυτόν, το πιο ευγενές ον!"

Έτσι ολοκληρώνεται το 15ο κεφάλαιο - Αφήνοντας το Σπίτι





































[1] Drang srong, σοφός (συχνά ασκητής ή ερημίτης)
[2] Ναραγιάνα-ένα άλλο όνομα του Βισνού (Wikipedia)
[3] sred pa  སྲེད་པ།

[4] rnam thar sgo gsum རྣམ་ཐར་སྒོ་གསུམ། Τρεις πύλες της απελευθέρωσης: Κενότητα (shunyata), απουσία χαρακτηριστικών (animitta), χωρίς στόχο- απουσία προσδοκιών  (apranihita). Τα φαινόμενα δεν έχουν κάποια εγγενή ύπαρξη, δεν είναι έτσι όπως εμφανίζονται και δεν έχουν κάποιο εγγενή σκοπό.
[5] ཞི་གནས། śamatha Μία από τις βασικές μορφές Βουδιστικού διαλογισμού, που επικεντρώνεται στην ηρεμία του νου. Συχνά εμφανίζεται ως μέρος ενός ζευγαριού τεχνικών διαλογισμού, με το άλλο μέρος να είναι η 'βαθιά ενόραση'.

[6] kim pa la  ཀིམ་པ་ལ། μουσικό όργανο, μη εξακριβωμένο είδος, μερικές φορές μεταφράζεται και ως 'κύμβαλα' (γενική ονομασία για κρουστά μουσικά όργανα, που αποτελούνται από δύο χάλκινους ή ορειχάλκινους δίσκους ελαφρά κωνικούς στο κέντρο)

[7] Η μετάφραση των στίχων της επόμενης ενότητας, έχει βασιστεί στα σανσκριτικά
[8] ltophye chen po ལྟོ་འཕྱེ་ཆེན་པོ། ανθρώπινοι και μη ανθρώπινοι δαίμονες με τη μορφή τεράστιων ερπετών