Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Το Πλήρες Παιγνίδισμα (Lalitavistara): 16o Κεφάλαιο-Επίσκεψη του βασιλιά Μπιμπισάρα




16o Κεφάλαιο-Επίσκεψη του βασιλιά Μπιμπισάρα


[Β 11] Μέσω της ευλογίας του Μποντισάτβα μοναχοί, ο Τσάντα είπε στον βασιλιά Σουντοντάνα, την Σάκυα πριγκίπισσα Γκόπα, την ακολουθία των γυναικών και σε όλους τους υπόλοιπους μεταξύ των Σάκυα αυτό που συνέβη, για να ανακουφίσει λίγο τον πόνο τους. [238]
Αρχικά ο Μποντισάτβα έδωσε τα μεταξωτά του ρούχα σ' έναν θεό που είχε τη μορφή ενός κυνηγού και έπειτα ο ίδιος φόρεσε τα πορτοκαλί ρούχα του κυνηγού. Υιοθέτησε τον τρόπο ζωής ενός απαρνητή, προκειμένου να είναι σε αρμονία με τις αντιλήψεις των κοσμικών ανθρώπων και γιατί νοιώθοντας συμπόνια για τους άλλους, θέλησε να τους ωριμάσει.
Έπειτα ο Μποντισάτβα πήγε στο ερημητήριο μιας βραχμάνας με το όνομα Σάκι. Η γυναίκα προσκάλεσε τον Μποντισάτβα να κάτσει και να γευματίσει. Έπειτα ο Μποντισάτβα πήγε στο ερημητήριο μιας άλλης βραχμάνας με το όνομα Πάντμα, που κι αυτή κάλεσε τον Μποντισάτβα για φαγητό. Έπειτα πήγε στο ερημητήριο ενός αγίου ιερέα με το όνομα Ραϊβάτα., που κι αυτός πρόσφερε φιλοξενία στον Μποντισάτβα με τον ίδιο τρόπο. Και ο γιος του Πατρμανταντίκα, ο Ράτζακα, τον κάλεσε επίσης. Μ' αυτόν τον τρόπο μοναχοί, ο Μποντισάτβα έφτασε σιγά σιγά στην πόλη Βαϊσάλι.
Εκείνη την εποχή, είχε φτάσει στο Βαϊσάλι ο Αράντα Κάλαπα, όπου έμενε μαζί με μια σάνγκα ακροατών και τριακόσιους μαθητές, στους οποίους είχε διδάξει τις ασκήσεις με τις οποίες πραγματώνει κανείς την κατάσταση της απόλυτης απουσίας[1]. [F.117.b] Τη στιγμή που ο Αράντα Κάλαπα είδε τον Μποντισάτβα να πλησιάζει από απόσταση, έκθαμβος είπε στους μαθητές του: 'Κοιτάχτε αυτή την μορφή!'
Οι μαθητές απάντησαν: 'Ναι, τον βλέπουμε, είναι καταπληκτικός.'
Περπάτησα προς τον Αράντα Κάλαπα μοναχοί, και του είπα τα εξής: 'Ήρθα για να μάθω πνευματικές ασκήσεις από σένα Αράντα Κάλαπα.[2]'

Ο Αράντα Κάλαπα απάντησε: 'Γκαουτάμα, θα σου δώσω μια διδασκαλία με την οποία ένας πιστός άνθρωπος καλής οικογένειας, μπορεί να πραγματώσει την παντογνωσία με πολύ λίγες δυσκολίες.' [239]
Τότε σκέφτηκα, μοναχοί: 'Έχω πίστη. Έχω και ζήλο. Είμαι συνειδητός και μπορώ να ασκηθώ στην απορρόφηση. Έχω και γνώση. Επομένως, με σκοπό να τελειοποιήσω και να πραγματώσω αυτήν την διδασκαλία, θα ασκηθώ μόνος μου σε απομονωμένο μέρος, χωρίς να διασπώμαι.'
Έπειτα, μοναχοί, ασκήθηκα μόνος μου στην ερημιά με προσοχή και ζήλο. Και πράγματι, με πολύ μικρή δυσκολία, μπόρεσα να κατανοήσω και να πραγματώσω την διδασκαλία.
Πήγα τότε στον Αράντα Κάλαπα και τον ρώτησα: ΄Αλήθεια δεν είναι, πως κι εσύ Αράντα Κάλαπα έχεις κατανοήσει και πραγματώσει την διδασκαλία αυτή;'
'Ναι Γκαουτάμα, πράγματι,' απάντησε.
Τότε του είπα: 'Κι εγώ την κατανόησα και την πραγμάτωσα.'
Ο Αράντα Κάλαπα του είπε: 'Τότε Γκαουτάμα, γνωρίζεις κι εσύ όλες τις διδασκαλίες που ξέρω. Ότι ξέρεις εσύ, το ξέρω κι εγώ. Άρα κι οι δυο μας θα πρέπει να αναλάβουμε την φροντίδα των μαθητών.'
Μετά από αυτή την προσφορά, ο Αράντα Κάλαπα με τίμησε κάνοντάς μου εξαίρετες προσφορές και με έκανε δάσκαλο, για να μοιραστώ τα καθήκοντά του.
Τότε μοναχοί, σκέφτηκα: 'Η διδασκαλία του Αράντα δεν φέρνει την ελευθερία. Δεν θα φέρει την τέλεια ελευθερία σε κανέναν από μας. Γι αυτό πρέπει να φύγω, για να ψάξω μια καλύτερη άσκηση.΄[F 118.a]
Αφού έκατσα στο Βαϊσάλι όσο διάστημα μου ήταν αρεστό, έφυγα για την επαρχία Μάγκαντα και βρέθηκα στο Ράτζαγκρα, την πρωτεύουσα της. Εκεί έμεινα στον βασιλιά των βουνών Πάνταβα, σε μια πλαγιά μόνος μου, χωρίς καμία συντροφιά. Εκείνη την εποχή, τρις/μύρια θεοί με προστάτεψαν. [240]
Ένα πρωί φόρεσα τα ρούχα ενός επαίτη ασκητή και κρατώντας το μπολ ελεημοσύνης, πέρασα από την Πύλη του Ζεστού Νερού και μπήκα στην πόλη Ράτζαγκρα. Εκεί ξεκίνησα να ζητιανεύω. Κοίταξα μπροστά και στις δυο πλευρές και προχώρησα μεγαλόπρεπα, κουνώντας τα άκρα μου με χάρη. Κρατούσα τα ράσα του μοναχού και του μπολ μ’ έναν πολύ όμορφο τρόπο. Οι αισθήσεις ήταν ανεμπόδιστες και ο νους μου δεν παρέκκλινε στα εξωτερικά δρώμενα. Σαν την εικόνα κάποιου που μεταφέρει ένα βάζο γεμάτο λάδι, κοιτούσα μπροστά στην απόσταση έξι ποδιών.
Όταν με είδαν οι κάτοικοι της πόλης, σκέφτηκαν με θαυμασμό: ‘ μήπως είναι ο Βράχμα, ή ο Σάκρα ο βασιλιάς των θεών ή κάποιο είδος θεού των βουνών;’

Πάνω σ’ αυτό το θέμα έχει ειπωθεί:

Ακηλίδωτος και με άπειρη μεγαλοπρέπεια
ο Μποντισάτβα έγινε επαίτης με τη θέλησή του.
Ο νους του γαλήνιος και οι πράξεις του ευγενείς.
Μένει στις πλαγιές του Πάνταβα, του βασιλιά των βουνών.

Καθώς ο Μποντισάτβα γνωρίζει πως ξημέρωσε,
φορά τα ράσα του κι είναι όμορφος στην όψη.
Κρατά το μπολ ελεημοσύνης με ταπεινότητα
και μπαίνει στην Ράτζαγκρα για επαιτεία.

Σαν τον χρυσό έχει εκλεπτυσμένη φύση
κι έχει τα τριάντα δύο γνωρίσματα.
Καθώς τον βλέπουν οι άντρες κι οι γυναίκες,
δεν μπορούν να τον χορτάσουν.

Οι δρόμοι είναι στολισμένοι με πολύτιμα υφάσματα.
Οι άνθρωποι απομακρύνονται από τον δρόμο του και τον ακολουθούν.
Ρωτούν, ‘Ποιος είναι αυτός, δεν τον έχουμε ξαναδεί
και ποιανού η χάρη κάνει την πόλη να λάμπει;’

Χιλιάδες γυναίκες στέκουν στις ταράτσες τους [F 118 b]
στις πόρτς και στα παράθυρα.
Γεμίζουν τους δρόμους κι αφήνουν έρημα τα σπίτια τους.
Αφήνουν τις δουλειές τους, κοιτούν μόνο αυτόν τον τέλειο άντρα.

Γρήγορα κάποιος πετάγεται στο παλάτι
και με χαρά ανακοινώνει την ιστορία στον βασιλιά Μπιμπισάρα:
‘Σαν να είναι ο ίδιος ο Μπράχμα που κάνει επαιτεία στην πόλη μας:’
Μεγαλειότατε, είσαι πολύ τυχερός!’ [241]

Κάποιοι λένε στον βασιλιά πως είναι ο Σάκρα, ο βασιλιάς των θεών.
Άλλοι λένε πως είναι ένας θεός από Πεδίο Χωρίς Διαμάχη[3].
Άλλοι λένε πως είναι θεός του Πεδίου της Χαράς ή του Πεδίου που Χαίρονται να Προβάλλουν.
Άλλοι λένε πως είναι θεός του Πεδίου που Χρησιμοποιούν τις Προβολές των Άλλων.

Κάποιοι λένε πως είναι το φεγγάρι ή ο Ήλιος.
Κάποιοι λένε πως είναι ο Ράχου, ο Μπάλι ή ο Βεματσίτρι.
Ενώ κάποιοι άλλοι λένε πως,
‘Ζει στο Πάνταβα, τον βασιλιά των βουνών.’

Ο βασιλιάς ακούγοντας τις αναφορές αυτές
βγήκε στο μπαλκόνι του γεμάτος χαρά.
Τότε είδε το Τέλειο Ον, τον Μποντισάτβα,
να λάμπει από ομορφιά σαν τον πεντακάθαρο χρυσό.

Ο βασιλιάς Μπιμπισάρα έδωσε στον Μποντισάτβα ελεημοσύνη
και είπε στους άντρες του, ‘Πηγαίνετε να δείτε που θα πάει’
Είδαν πως επέστρεψε στο άριστο βουνό και επέστρεψαν:
‘Μεγαλειότατε, μένει στην πλαγιά του βουνού!’

Ξέροντας πως η νύκτα είχε περάσει,
ο βασιλιάς Μπιμπισάρα με την μεγάλη του ακολουθία,
φτάνοντας στα ριζά του Παντάνα, του βασιλιά των βουνών,
είδε το βουνό να αστράφτει από μεγαλοπρέπεια.

Κατέβηκε από το άρμα του και συνέχισε με τα πόδια.
Με μεγάλη αφοσίωση, είδε τον Μποντισάτβα
να κάθεται οκλαδόν με μαξιλάρι του το χορτάρι,
αμετάβλητος, σαν το κεντρικό όρος.

Ο βασιλιάς ακούμπησε τα πόδια του Μποντισάτβα με το κεφάλι του.
Μίλησαν για διάφορα θέματα κι ο βασιλιάς είπε,
'θα σου δώσω το μισό μου βασίλειο.
Κάτσε κι απόλαυσε με τις αισθήσεις σου εδώ, θα σου δώσω ότι χρειαστείς.'

Ο Μποντισάτβα απάντησε με μαλακό τρόπο,
'Ηγέτη του τόπου αυτού, είθε να έχεις μακροζωία!
Έχω ήδη απορρίψει ένα πανέμορφο βασίλειο και έγινα μοναχός
για να αναζητήσω την γαλήνη χωρίς να έχω προσδοκίες για το μέλλον.' [F 119 a]

Ο βασιλιάς της Μάγκαντα είπε στον Μποντισάτβα,
'Είσαι νέος, στο άνθος της ζωής σου.
Έχεις όμορφη όψη και είσαι δυνατός.
Άσε με να σου προσφέρω μεγάλο πλούτο και πολλές γυναίκες.

΄Μείνε στο βασίλειο μου σε παρακαλώ και διασκέδασε.
Όταν σε βλέπω γεμίζω με έξοχη χαρά.
Γίνε φίλος μου σε παρακαλώ και θα σου δώσω ολόκληρο το βασίλειό μου.
Απόλαυσε σε παρακαλώ τις άφθονες χαρές του.

'Μη μείνεις σε παρακαλώ στο άδειο δάσος.
Από δω και πέρα μην κάθεσαι σε παρακαλώ κάτω στο χορτάρι.
Το σώμα σου είναι τόσο νεανικό και φρέσκο,
μείνε σε παρακαλώ στο βασίλειο μου και διασκέδασε.' [242]

Ο Μποντισάτβα απάντησε με απαλή φωνή,
με αγάπη και ενδιαφέρον για την ευημερία του βασιλιά,
'Βασιλιά, είθε η τύχη να είναι πάντα μαζί σου!
Δεν αναζητώ τα αντικείμενα της απόλαυσης.

'Η επιθυμία είναι σαν το δηλητήριο κι έχει αμέτρητα λάθη.
Σπρώχνει τα όντα στις κολάσεις και στα βασίλεια των πεινασμένων φαντασμάτων 
και των ζώων.
Οι απαράδεκτες επιθυμίες καταδικάζονται από τους σοφούς.
Εγκατέλειψα την επιθυμία όπως τα σκουπίδια.

'Η επιθυμία πέφτει σαν το φρούτο από τα δέντρα.
Περνά σαν τα σύννεφα και τη βροχή.
Είναι ασταθής και περαστική. κινείται σαν τον άνεμο.
Καταστρέφει όλα τα καλά και πρέπει να αποφεύγεται.

'Όταν οι άνθρωποι δεν παίρνουν αυτό που θέλουν, καίγονται από την επιθυμία.
Ακόμα κι όταν πάρουν αυτό που θέλουν, ποτέ δεν είναι αρκετό.
Όμως, οι τρομακτικές επιθυμίες φέρνουν τον μεγαλύτερο πόνο
όταν κατατρώγουν αυτόν που δεν μπορεί να τις ελέγξει.

'Μεγαλειότατε, ακόμα κι αν κάποιος μπορούσε
να αποκτήσει όλες τις απολαύσεις των θεών
και κάθε τι επιθυμητό των ανθρώπων,
δεν θα ήταν αρκετό και θα έψαχνε για κάτι περισσότερο.

'Αλλά όποιος είναι γαλήνιος και ευγενικός Μεγαλειότατε,
έχοντας γνωρίσει το ευγενές και αμόλυντο Ντάρμα,
και έχοντας αποκτήσει γνώσεις, είναι ικανοποιημένος.
Για εκείνον, τα αντικείμενα της απόλαυσης δεν τον έλκουν.

'Μεγαλειότατε, αν ακολουθεί κανείς την επιθυμία,
αυτό δεν έχει τελειωμό.
Σαν να πίνεις αλμυρό νερό,
μόνο την όρεξη αυξάνεις ακολουθώντας την επιθυμία. [F 119 b]

'Μεγαλειότατε, σκέψου πόσο ασταθές είναι το σώμα.
Δεν υπάρχει καμία ουσία στο σώμα, είναι σαν μηχανή δυστυχίας.
Στάζει συνεχώς από τα εννιά ανοίγματα.
Μεγαλειότατε, καμία επιθυμία δεν έχω για απολαύσεις.

'Εγκατέλειψα πολλές χαρές
και χιλιάδες πανέμορφες γυναίκες.
Τώρα επιζητώ την τέλεια γαλήνη της πολύτιμης φώτισης.
Αφού καμία χαρά δεν βρίσκω στην εξαρτημένη ύπαρξη, την άφησα.'

Ο βασιλιάς της Μάγκαντα ρώτησε:

'Από που έρχεσαι μοναχέ;
Που γεννήθηκες; Που είναι ο πατέρας κι η μητέρα σου;
Ανήκεις στην τάξη των ηγετών, είσαι ιερέας ή βασιλιάς;
Πές μου τα όλα σε παρακαλώ, αν δεν σε πειράζει, μοναχέ.' [243]

Ο Μποντισάτβα απάντησε:

'Μεγαλειότατε, έρχομαι από την πόλη των Σάκυα Καπιλαβάστου,
μια θαυμαστή πόλη που μπορεί να την έχεις ακούσει.
Ο πατέρας μου ονομάζεται Σουντοντάνα.
Αποκήρυξα αυτή την πόλη γιατί θέλω βαθύτερες ιδιότητες.'

Ο βασιλιάς της Μάγκαντα είπε:

'Καλώς! Είμαστε χαρούμενοι που σε βλέπουμε!
Ως προς τη ζωή σου, κι εμείς μπορεί να μάθουμε από αυτήν.
Συγχωρέσε με και για την προηγούμενη μου πρόθεση
να καλέσω Αυτόν που είναι Απαλλαγμένος από Επιθυμία 
να χαρεί τις απολαύσεις των αισθήσεων.

'Αν φωτιστείς,
Άρχοντα του Ντάρμα, μοιράσου σε παρακαλώ το Ντάρμα με εμένα.
Αυτογεννημένε, που ζεις τώρα στην χώρα μου
εγώ παίρνω το μεγαλύτερο δώρο.'

Γι άλλη μια φορά ο βασιλιάς υποκλίνεται στα πόδια του Μποντισάτβα.
Κάνει περιφορές γύρω από τον Μποντισάτβα με μεγάλο σεβασμό.
Έπειτα συνοδευόμενος από την ακολουθία του,
ο ηγέτης επέστρεψε στο βασιλικό του παλάτι.

Ο Προστάτης του Κόσμου ήρθε στην πόλη Μάγκαντα.
Γαλήνια, έμεινε όσο επιθυμούσε.
Όταν ολοκλήρωσε το όφελος των θεών και των ανθρώπων,
ο Κύριος των Ανθρώπων πήγε στις όχθες του Ποταμού Ναϊρατζάνα.

Έτσι τελειώνει το 16ο κεφάλαιο 


Πρόχειρη μετάφραση Κ. Χοχλάκη



[1] utter absence
[2] Είναι η πρώτη φορά που το κείμενο γυρίζει σε πρώτο πρόσωπο
[3] yama, το κατώτερο από τα θεϊκά πεδία. Το χαρακτηρίζει η ελευθερία από τις δυσκολίες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου